Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Β. Ελλάδα, με έναν μηχανισμό διχτυών - παράνομο πια - πιάνουμε ζωντανά πουλιά όπως καρδερίνες, φλώρους, σκαθιά, κλπ.

Για ζωντανό δόλωμα στα περαστικά πουλιά, χρησιμοποιείται η φίντα, ένα δεμένο ζωντανό πουλί, πχ. καρδερίνα, το οποίο με την βοήθεια ενός μηχανισμού, πεταρίζει όταν περνούν τα κοπάδια των πουλιών που μας ενδιαφέρουν και τα προσελκύει στα δίχτυα μας.

Σήμερα, η λέξη χρησιμοποιείται από τους γνωρίζοντες το παλιό αυτό σπορ, για τις κοπέλες που δουλεύουν ως υποδοχή στα cafe, bar, κλπ.

Αυτές οι κοπέλες λειτουργούν ως φίντα στην πραγματικότητα, προσελκύοντας τους λιγούρηδες περαστικούς κάγκουρες με τον ίδιο τρόπο.

Παιδιά αυτό το πεδίο το βαριέμαι, δεν γράφω τίποτα. Sorry.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξεπεσμένη πουτάνα, πρώην καλή και τώρα γρια-μάπα... Όταν κάποια ξεπεσμένη παριστάνει την όμορφη. Έκφραση λιμανιού Πειραιά του 50' και πιο πριν.

Ίσα μωρή βακέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified