- Ο τρελάρας.
- Ο ηλίθιος.
- Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
- Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
- Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;- Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;
- Και πώς περάσατε;
- όοοργιο!
- Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
- Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;
- Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;
- Και πώς περάσατε;
- όοοργιο!
Σχετικά: θέατρο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καραμπινάτος, γαμιστερός, αδιαμφισβήτητος, απόλυτος, που βγάζει μάτι.
Επίρρημα: εμφανώς, αδιαμφισβήτητα, γαμώ.
Επίσης, παραλλαγή (προς το υπερθετικό) της έκφρασης κάνω μπαμ.
kai oso gia thn hliadh.... thn efage polu to penthos.. pio karampampam portokali kai pio konto de mporouse na valei... (από το νέτι)
(5Χ2) Καραμπαμπάμ!
(από σχόλιο Χότζα στο λήμμα μαλούπα)
Πάντα απορούσα , με τί λεφτά αυτός ο GLOU είχε μπει στα αθλητικά, σε μεταγραφές, σε sponsor κτλ. Ήταν τόσο μπόλικα μάλιστα , που έκανε καραμπαμπαμ ότι η PUMA ήταν σε αφασία για το ότι συνέβαινε ...
(από το νέτι)
Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.
Got a better definition? Add it!
Είναι μια σουηδική βότκα. Αλλά το λέμε και όταν κάποιος είναι ο number one, ο τελειοτερότερος, πολύ καλός ή πολύ κουκλί, γκόμενος ή γκόμενα (εξαρτάται απ' το φύλο).
Και υπάρχει και το επίρρημα αμπζοφακινλούτλυ, που θα πει σίγουρα, οπωσδήποτε, δε σηκώνω αντιρήσεις φίλε! Το 'πε ο Παπακαλιάτης σε μια σειρά και μετά έμεινε.
** Η συζήτηση ήταν τον Σεπτέμβριο.
Got a better definition? Add it!