Further tags

Στο ζωικό βασίλειο είναι μία λέξη για το αρσενικό περιστέρι. Συχνά ωστόσο χρησιμοποιείται και για την περιγραφή ατόμων που λένε και κάνουν παράλογα και χαζά πράγματα.

Ο Κώστας είναι πολύ γούτος, είχε ραντεβού με την Μαρία αλλά δεν πήγε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο εκέινο που προκαλεί συχνά εκνευρισμό σε συνανθρώπους του εξαιτίας της κακής συμπεριφοράς του. Επιπλέων, πολλές φορές εκφέρει με βεβαιότητα άποψη πάνω σε θέματα στα οποία δεν έχει επαρκείς ή καθόλου γνώσεις. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως οι γαμώσπιτοι είναι μία μάστιγα της σύγχρονης κοινωνίας.

Αυτός κάνει ότι ξέρει τα πάντα, είναι μεγάλος γαμώσπιτος! Πήγα σήμερα στην εφορία και ο γαμώσπιτος δεν μου έδωσε το χαρτί που χρειάζομαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Χαλαφτανάς : Επιθετικός κοροϊδευτικός προσδιορισμός, που αναφέρεται σε άτομο χαμηλής νοημοσύνης. Χαζός θα μπορούσαμε να πούμε , άτομο που δεν αρπάζει εύκολα τα λεγόμενα των γύρω του και συνήθως μένει αποσβολωμένος και με το στόμα ανοικτό. Επίσης χάφτει πολύ εύκολα ότι ψέμα ή κοροϊδία του πασάρουν.

Αφού ρε φίλε Γιώργο τα 'παμε και τα ξανάπαμε τι δεν καταλαβαίνεις μην είσαι χαλαφτανάς!

Got a better definition? Add it!

Published

Κοιτάξτε πως τρώει ! Χλαπακιάζει ότ βρει μπροστά του ε το χαλαφτανά !

Επίσης αναφέρεται σε άτομο που χλαπακιάζει ασυστόλως, με μια λέξη ο φαταούλας.

Got a better definition? Add it!

Published

Είδος κουρέματος. Έχει ακριβώς την ίδια σημασία με το γουλί. Χρησιμοποιείται κυρίως στην νότια Ελλάδα (σχεδόν άγνωστο από την Λάρισα και πάνω).

- Είδες τον Χρήστο; Μπόμπα κουρεύτηκε.
- Πωω πως έγινε έτσι ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορηματικός προσδιορισμός άνδρα ο οποίος επιλέγει συνουσία χωρίς προφύλαξη. Ως εκ τούτου η σεξουαλική επαφή γίνεται με το γυμνό δέρμα του μορίου του.


- Άσε, έσκασα προχθές στο σπίτι της γκόμενας απ' το φεστιβάλ τέκνο...
- Δερμάτινος μπήκες πάλι;
- Ναι.
- Μαλάκα, θα κολλήσεις καμιά βλεννόρροια σα τον Τζίμ και θα ψάχνεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός μουσικής, ρούχων, χώρου και γενικότερα κάθε αντικειμένου που έχει φάνκυ, κίνκυ ή αισθησιακά χαρακτηριστικά, τέτοια ώστε θα μπορούσε να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα ενός κωλόμπαρου. Εναλλακτικά όμως μπορεί να προσδιορίζει όλα τα παραπάνω ως χαρακτηριστικά ενός κωλομπαρά, ενός δηλαδή πληθωρικού ομοφυλόφιλου.

-Τσέκαρες καινούργιο κομμάτι Σνουπ Ντογκ;
-Ναι ρε, τέρμα κωλομπαρίστικο μπιτάκι.

-Να σου πω, να βάλω τις κωλομπαρίστικες τιράντες με τις μπανάνες;
-Σοβαρέψου ρε Στέφανε σε κηδεία πάμε!
-Ναι αλλά θα 'ναι κι ο Νικολάκης εκεί πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Μια κατάσταση ή αφήγηση κατάστασης από έναν ιστορία, η οποία είναι εξαιρετικά εντυπωσιακή και μάλλον αποτελεί φιδιά. Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και σαν περιγραφή ενός εξαιρετικού γεγονότος που μόλις συνέβη και σίγουρα αξίζει να καταγραφεί και να αναφέρεται συχνά πυκνά στο μέλλον σε συζητήσεις με παρέες.

Παράδειγμα 1
-Ρε είχα βγει χτες με τον Πάνο μετά από κάνα τρίμηνο και μου άρχισε πάλι τα ιστοριακά ότι ήταν στην Κρήτη στα βουνά και βρήκε μια χασισοφυτεία και ξήλωσε δυο δέντρα και τον πήραν χαμπάρι οι χωρικοί και τον κυνηγούσαν με τις καραμπίνες αλλά τους το σκασε.
-Ναι, ναι και μετά πήρε το Μ249 που χε κρυμμένο στο πορτ παγκάζ και τους γάζωσε.

Παράδειγμα 2
-Κοίτα τι έκανε ρε το τυπάκι! Πήρε το κράνος του ματατζή και το κάνε βολέ και μπήκε μέσα απ΄ τη πόρτα της ΓΑΔΑ.
-Πωπω μαλάκα ιστοριακόοοο!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός/ή που πιστεύει πως κατέχει ένα αντικείμενο και συμπεριφέρεται (ντύνεται και μιλάει) σαν να είναι επαγγελματίας του είδους.

Επίσης, πιστευμένος είναι ο οπαδός μιας ιδέας, κινήματος κτλπ.

  1. Περνούσα χτες από πάρκο Γουδή και παίζανε οι ακαδημίες. Είχανε μαζευτεί όλοι οι πιστεμένοι μπαμπάδες με τα προπονητικά μπουφάν στην εξέδρα και είχαν σηκώσει τον τόπο. Πήρα και 'γω μια έψα απ΄τη καντίνα και άραξα για το τζέρτζελο.

  2. Εκεί που πίναμε καφέ Θησείο σκάσανε κάτι πιστευμένοι του Σώρρα και έκαναν έρανο για την αναβίωση των Παναθηναίων.

πιστεμένοι πιστεμένοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα πιστοποιημένο προϊόν ή υπηρεσία. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει έμφαση στις ικανότητες και τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου π.χ την εχεμύθεια, την σεξουαλική απόδοση κ.α. Προέρχεται από το γαλλικό certifié. Ανήκει στην μεγάλη ομάδα γαλλικών τεχνικών όρων που πλέον χρησιμοποιούνται στα ελληνικά για να υποδηλώσουν κατάρτιση μάστορα με μάστερ στη πιάτσα.


Παράδειγμα 1
-Τι κινεζιά σίδερο μου ΄φερες ρε Μιχάλη; Να λαμπαδιάσουμε εδώ μέσα!
-Σιγά μη πλερώ τα σερτιφιέ σα του μουνί της Παναγίας να πούμε! Είναι ΟΕΜ, ίδια ποιότητα με τα Bosch λέμε.

Παράδειγμα 2
-Άννα, ο Νίκος! Τι γκομενάκι είν΄ αυτό θεέ μου!
-Είναι... και είναι κρίμα απ το θεό...
-Γιατί ρε;
-Καλά βλαμμένη είσαι;
-Τι;
-Το παιδί είναι σερτιφιέ αδερφή ρε, δεν είδες τον χαρλεά που τον πάρκαρε απ' έξω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified