Στήνω φυσικά σημαίνει τοποθετώ κάτι σε όρθια θέση. Εκ του αρχ. ἵστημι.

Ο απόλυτα δόκιμος αυτός όρος επιδέχεται πληθώρα από ψιλο- και χονδρο- σλανγκίζουσες εφαρμογές, όπως:

  • Στήνω μια μπίζνα: Ιδρύω μια επιχείρηση ή προβαίνω σε κάποια οικονομική συναλλαγή, «Υπουργοί στήνουν μπίζνες με εφοπλιστές» (από εδώ)%
  • Στήνω έναν υπολογιστή: Τον σετάρω εκ του μηδενός, εμπλουτίζοντάς τον με προγράμματα και e-καλούδια, «Σκέφτομαι να στήσω ένα Gigabit δίκτυο ανάμεσα σε 3 H/Y για να αυξήσω τις ταχύτητες ανταλλαγής αρχείων μεταξύ τους» (από εδώ)%
  • Στήνω ένα παιχνίδι: Προκαθορίζω την έκβαση ενός παιγνιδιού (με την ευρύτερη έννοια), «Στημένο το παιχνίδι με τον Πανσεραϊκό; Εμείς δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, αλλά κάποια ...«πρόσωπα» από τον χώρο του Ολυμπιακού - made in Kokkalis - φαίνεται πως τα κονόμησαν για τα καλά.» (από εδώ)%
  • Στήνω γλέντι ή χωρό: Συμμετέχω σε ε-ρε-γλέντια, «την ώρα που οι νεοδημοκράτες έδιναν τη «μάχη» των ευρωεκλογών, ο κ. Σουφλιάς έστηνε γλέντι με τους μεγαλοεργολάβους στα διόδια» (από εδώ)%
  • Στήνω καυγά: Προξενώ διαξιφισμούς εκ του πο(ρ)νηρού, «ΣΚΟΠΙΑ - Στήνει καβγά και με τις Βρυξέλλες ο Γκρούεφσκι» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον: Καθυστερώ χαρακτηριστικά ή δεν εμφανίζομαι, «...με έστησε μισή ώρα πήγα σπίτι του και τον έπιασα με την κολλητή μου» (από εδώ)%
  • Την στήνω σε κάποιον: Τον παγιδεύω τον μπούστη, «Πολύ επιθετικός στην ομιλία του στη Βουλή πριν από λίγο για τις Προγραμματικές δηλώσεις, αλλά του την έστησαν χωρίς να το καταλάβει» (από εδώ)%
  • Στήνω κώλο: Κυριολεκτικά, διευκολύνω κάποιον να με διαρρήξει, τείνοντας τον ποπόν μου. Μεταφορικά, το ίδιο, «Στα Ίμια στήσαμε κώλο και είπαμε και ευχαριστώ» (από εδώ)%
  • Στήνω αυτί: Κάνω ακουστήρι, «Στήνουν αυτί στα τηλεφωνήματα: Η Δ/νση των Φυλακών παρακολουθεί συνδιαλέξεις επικαλούμενη αόριστους λόγους» (απ'ο εδώ)%
  • Είμαι στημένος: Είμαι δήθεν και ουχί αυθόρμητος, ««Παλιά, στα μπαρ πήγαινες, έβλεπες ένα κορίτσι, το κερνούσες ένα ποτό ή σε κερνούσε, μιλούσες, γνώριζες και την παρέα του, χόρευες πάνω στο μπαρ και στο τέλος ξημερωνόσουν τύφλα σε κάποια αγκαλιά. Τώρα, βλέπεις μόνο πλάτες. Στημένες γκόμενες, ωραίες αλλά άκαυλες, νομίζεις ότι έχουν καταπιεί ολόκληρο το μανάβικο, όχι ένα αγγούρι μόνο», παραπονιέται η Μελίνα, 38» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον στο τοίχο: Εκτελώ κάποιον και όχι μόνον, «πέρα του εκτελώ, βάζω κάποιον σε δύσκολη θέση, βάζω κάποιον μπροστά στις ευθύνες του, περιγραφή κατάστασης κάπως στριμόκωλης, βάζω γάμησετα deadlines σε μιά δουλειά, αλλά και βγάζω κάποιον στην σέντρα» (BuBis)%
  • Στήνω τσαντίρι: Εγκαθίσταμαι κάπου χωρίς άδεια και με τον τσαμπουκά, «Στην μορφή «θα στήσω τσαντήρι» έχει και την έννοια ότι θα διαμαρτυρηθώ έξω από κάποιο χώρο (κατάστημα, υπηρεσία, Βουλή, υπουργείο, κλπ) με σκηνές, ντουντούκες, φασαρία γενικά (κι ας στείλουν τα ΜΑΤ, οι κιερατάδες...)» (BuBis)%
  • κ.α.

Λώλαμα - Και να σ\' έχουν στήσει όλοι, ακόμη κι\' η καταιγίδα... (ε άμα δέ σε θέλει...) (από vikar, 21/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής και άκρως γαμοσλανγκοπρεπής εκδοχή του επιδέχομαι.

Μερικές πρακτικές εφαρμογές:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός απ' το να *παθαίνεις το όνομα*, όπως λέει ο πρώτος ορισμός, μπορείς να πάθεις και το ... ρήμα!

Όταν με λέτε γκαύλα...Παθαίνω το ρήμα! (εδώ)

Ακριβώς αυτό! Το αξιοσημείωτο λοιπόν γεγονός είναι οτι το "παθαίνω", τα τελευταία χρόνια συντάσσεται και με ουσιαστικά που σημαίνουν ακριβώς το ίδιο με υπάρχοντα -ομόρριζα με τα ουσιαστικά-, ισχυρότατα (και όλα τα λεφτά) ρήματα. Δηλαδή, αντί για ερωτεύτηκα ή μορφώθηκα, κουλτουριάστηκα, εντυπωσιάστηκα, λες: έπαθα έρωτα, έπαθα μόρφωση, έπαθα κουλτούρα, έπαθα ποιότητα, εντύπωση, ευτυχία, θλίψη, ευεξία και άλλα τέτοια πολλά και κουλά.

Σημείωση (γιατί όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας): Συμβαίνει, για λόγους απλοποίησης ή γιατί δεν σού'ρχεται η λέξη να λες π.χ. έπαθα σοκ, έπαθα πανικό, αντί για σοκαρίστηκα ή πανικοβλήθηκα.

Το ρ. παθαίνω χρησιμοποιείται και με δύο ακόμη τρόπους:

  1. Κανονική σύνταξη με νορμάλ (!) ουσιαστικά, π.χ. παθαίνω εγκεφαλικό, αφυδάτωση, ιλαρά, αγκύλωση, ντεζαβού κ.ά., όπου, όταν υπάρχει αργκό αυτή χαρακτηρίζει μόνο το ουσιαστικό, γιατί το παθαίνω παίζει εδώ βοηθητικό, διακριτικό ρόλο (δεν 'παθαίνεις εντύπωση' μαζί του).

  2. Σύνταξη με ευφάνταστα, πειραγμένα ουσιαστικά όπως τα καρασλανγκισθέντα:
    παθαίνω μιλφόπλακα,
    σεντόνι,
    πλάκα,
    κάζο,
    ντουβρουτζά,
    κωλομπέρδεμα,
    λαλά,
    μπακακάο,
    κολούμπρα,
    κοκομπλόκο,
    τραμπάκουλο,
    μουνόπλακα,
    τη μούνα μου.
    Μπορούν να προστεθούν και τα παθαίνω ζημιά και παθαίνω τσιμπουκόφσκι. (Δες παράδειγμα 5).

Σλανγκασίστ: Galadriel, εδώ.

  1. Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)

  2. Πάθαμε ευτυχία για τρια δευτερόλεπτα στο κεντρο. τοσο χιονισε (εδώ)

  3. Είμαι στη φάση που χαίρομαι που έφυγα από το γραφείο στο 9ωρο αντί για 10- ή 11ωρο, μη μου μιλάτε για τις διακοπές σας, παθαίνω θλίψη. (εδώ)

  4. Έχετε μπερδέψει τον έρωτα με πάρτυ. Σε πάρτυ κάνουμε εντύπωση. Στον έρωτα παθαίνουμε εντύπωση (εδώ)

  5. Έπαθα τσιμπουκόφσκι. (εδώ)

  6. Έπαθα αξιοπρέπεια. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified