Στα καλιαρντά σημαίνει το δηλητήριο ή τη φόλα, εκ των τζάζω (=διώχνω) και τιραχό (=παπούτσι), -αμφότερα προερχόμενα από τη ρομανί-, ενώ όλο μαζί τζάζω τα τιραχά σημαίνει πεθαίνω, και το σεκέρι που σημαίνει γλύκισμα από το τουρκικό şeker (=ζάχαρη).

- Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.

- Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω τζαστιραχοσεκέρι.
Τουτέστιν: - Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)

- Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα. (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οίκος ανοχής στα καλιαρντά εκ του μουτζό (<mindž= αιδοίο στη ρομανί) και του τσαρδί (<τουρκικό çardak < περσικό چارطاق çārtāk), σαν να λέμε το μουνόσπιτο ένα πράμα.

  1. Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο, κάθησα στην μολτοκαθήστρα και άβελα μαρμαρού. (Από το Μπου, σημαίνει ότι μπήκε στον οίκο ανοχής, κάθησε στον καναπέ και περίμενε).
  2. Αμα και διάβασα τη δήλωση Δώνη έπαθα μια ταραχή!!! Γιατί τόση λάλα; Διότι φαίνεται άμα ισάντε τζόβενο και τώρα πουρό, δε πρέπει να έχει πάει ποτέ σε μουτζότσαρδο!!! Διότι άμα είχε πάει, θα ήξερε ότι εκεί επικρατεί μια τάξη. Όλοι περιμένουν τη σειρά τους, με αγωνία μεν, αλλά και σεβασμό στη χαρμάνα του αλλουνού.. Ούτε φωνές ούτε σπρωξίματα και τσαμπουκάδες. Αβέλεις φλόκια, αβέλεις και βιολέτα και .. στην ευχή του θεού!! Και άμα ξεφύγει κανάς βλαχαδερός, κατελανιάζεται και αβέλει ντουπ στο μινούτο κι όξω απ΄ το σπίτι. Και το πιο καλό απ’όλα! Άμα δε σ’αρέσει το προϊόν πας σε άλλο τσαρδί. Τι απ’όλα αυτά συμβαίνει στο ελληνικό ποδόσφαιρο; Μεγάλη αδικία για το μπουρδέλο! (Σύγκριση μπουρδέλου και ποδοσφαίρου εις βάρος του ποδοσφαίρου αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των κιμπάρης και πουρό (βλ. λήμματα για ετυμολογία). Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τη σημασία μερακλήςμερακλής), αλλά φαντάζομαι μπορεί να έχει όλες τις σημασίες του κιμπάρης που δίνει το Πονηρόσκυλο, κι εφόσον μιλάμε για κάποιον πουρό, πρόκειται για έναν ηλικιωμένο κιμπάρη, ο οποίος ενδέχεται να σκάει τα λεφτά του μάλλον με διάθεση χορηγού τ. suggar daddy ή πουστοπατέρα- ζάχαρη, σε τεκνά και τεκνίτσες μικρότερης οικονομικής δύναμης. Ο επίμονος κιμπαροπουρός συχνά ανταμείβεται για την επιμονή του.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλύσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).
Μετάφραση κατά προσέγγιση: Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον;) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified