Ο γεροδεμένος, ο μποντιμπιλντεράς.

Ανακοινώθηκε ο γάμος της χρονιάς: Παντρεύεται στα 37 της η Ελληνίδα δημοσιογράφος και ο σωματαράς σύντροφός της. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ένας από τους καυλύτερους γυναικότυπους, πρόκειται για την γυναίκα της οποίας τα βυζιά επιμένουν να αψηφούν τους νόμους της βαρύτητας και να ξευτιλίζουν τον Νεύτωνα, όντας στητά, σφριγηλά και ανωφερή. Νιάτα και μπερεκέτι!

Η λέξη είναι πολύ παλαιάς κοπής, και εμφανίζεται ήδη σε λογοτεχνικά έργα των αρχών του 20ου αιώνα. Για να κάνουμε μια φιλολογική βραδιά για χάρη της ορθοβύζας, να πούμε ότι σπουδαίοι λογοτέχνες έχουν αποδώσει τον ύψιστο αυτό χαρακτηρισμό σε επικές μορφές του Ελληνισμού και της Ρωμιοσύνης. Ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρεί ως ορθοβύζα την ωραία Ελένη, ο Λορέντζος Μαβίλης την λεβεντομάνα Κρήτη (τέτοια έλεγε και τον κάνανε πλατεία), ενώ ως ορθοβύζα φαντάζεται άλλος ποιητής και την μάνα Ελλάδα μας (παράδ. 4). Αλλά δεν περιγράφω άλλο, τον λόγο έχουν οι ποιητές!

  1. Από την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη:

Μα πήρε το πικρό παράπονο την κράχτισσα ορθοβύζα·
πώς έτσι, Θε μου, δίχως θλίψη πια την παρατούν, σα να 'χε
κιόλας χαθεί η δριμιά της μυρωδιά που ξάγκριζε τους άντρες·
πεισμάτωσε και σύντριψε με οργή στα ροδοπάλαμά της
το φιλντισένιο κρίνο που έλαμπε στου κόρφου τη ρουφήχτρα. (Δες).

  1. Κρήτη
    Ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912)

Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι
σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια,
αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια
μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,

τραγούδι τραγουδάς μες τη ροδάτη
κατάχνια του πελάου, και στην προσήλια
του αγέρος πλατωσιά και στα βασίλεια
της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη :

«Σαν το γάλα της Αίγας Αμαλθείας
θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.
Ελάτε να χαρείτε μες της θείας

αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,
πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία·
θάνατο, αθανασία κ΄ ελευτερία».

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913) (Δες).

  1. Γιάννης Σκαρίμπας, Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραίτης:

«Σαν μιά κολώνα ολόχρυση, ολόρθα βυθισμένη, θάμοιαζε η αναβρική φεγγοβολιά του μες στη θάλασσα.
Κι ανάμεσα του –φάντασμα λευκό νυχτερινό– η Αννίκα η ορθοβύζα.
Θεέ μου !
Άμπουλας σκοτεινός, στιλπνός, τα μαλλιά της, θα χύνονταν –μαύρη νεροσυρμή και κύμα– πα στη μαρμάρινη ασπράδα των δυό ώμων της και γυμνά όπως στ' αγάλματα θα της κρεμόντουσαν τα χέρια, θ' ασπρολογούσαν οι παχουλές φούσκες των δυό μπράτσω της». (Δες).

  1. Κωστας Βαρναλης, Ποιητης-χ.ν.κουβελης
    ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ-ΦΑΛΛΙΚΟ
    κι αν ειναι να γιομισει απ'ακρου σ'ακρη
    η χωρα η ελληνικη γονιμους θεους
    το κοτσονατο κριαρι τον φαλλο-ισοκρατη Πριαπο
    το γαιδουρι το βαρβατο.
    Αξιον Εστι η Γεννα!Παναξια!
    η Ορθοβυζα Πλαση μου Ελλαδα (Δες).

  2. Να τη βλέπουν να ταρναρίζη ορθοβύζα τα στήθια, να τρεμουλιάζη τα μαστάρια πλαδαρά· να σιγοκλή ηδονικά, φλογισμένα τα βλέφαρα· (Δες)

  3. Το νου σας όμως, τσιμουδιά, να ’χετε εχεμύθεια
    διότι οι γυναίκες μας δεν είναι κουτορνίθια.
    Και προπαντός η Δέσποινα μην τύχει και το μάθει
    γιατί μετά θα υποστώ του λιναριού τα πάθη.
    Αν μάθει ότι ψάχνομαι για νέα κι ορθοβύζα
    είναι ικανή το ¨επίμαχο¨ να κόψει απ’ τη ρίζα.
    (Λιγότερο διάσημος αλλά επίσης εμπνευσμένος ποιητής εδώ)

Ε, να μην βάλουμε κι ένα μύδι σαν παιδιά κι εμείς... (από Khan, 13/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους καυλύτερους γυναικότυπους, πρόκειται για την γυναίκα που έχει πεταχτά τουρλωτά οπίσθια που την καθιστούν αντικείμενο του πόθου όταν τουρλοκωλιάζεται.

Ετυμολογείται από τα ρήματα τουρλώνω και τρουλώνω, συγγενή με το τρούλος. Δικαιώνεται, λοιπόν, ετυμολογικώς, ο Gatzman που αποκαλεί τον συγκεκριμένο γυναικότυπο Βασιλική μετά τρούλου. Ετυμολογία του κώλου, πάντως, δεν κάνω.

Ψιλοκυκλοφορεί και ως τουρλόκωλο και ως επίρρημα τουρλόκωλα.

Συνώνυμα: καρπουζοκώλα, ορθοκώλα, μπουζουκοκώλα.
Αντώνυμο: χαμηλοκώλα.

  1. Εγω δεν ειμαι ρατσιστης. Μου αρεσε πολυ η τουρλοκωλα Ουκρανεζα (Γιουροβύζιον 2007).

  2. Να κάνεις την προσευχήσου στην παναγία την τουρλοκωλα που κατάφερες να μπεις σεκιούριτι στο δημόσιο και τρως ένα κομμάτι ψωμί. (Εδώ).

  3. Ως επίρρημα: παντως παιδια γερη κραση εχουμε οι Ελληνες!!!!!και τον μαλακομαγνητη απο οτι φαινεται που θα παει ομως θα ερθει τουρλοκωλα ο ερμης και θα γλυτωσουμε (Εδώ).

Jennifer Lopez, η μάνα για όλες τις τουρλοκώλες! (από Khan, 08/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα με πολύ μεγάλα και ολοστρόγγυλα στητά -απαραίτητα και πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά αυτά τα δυο τελευταία- βυζιά. Συμπληρωματικά, αλλά όχι απαραίτητα, η γκόμενα που, αν δεν είχε τα προαναφερθέντα βυζιά, θα την χαρακτήριζες μάλλον μπάζο, άλλα τώρα σου μοιάζει με τη Megan Fox. Η γκόμενα που το μόνο που βλέπεις πάνω της είναι τα προαναφερθέντα βυζιά.

Ετυμολογικά μάλλον και προφανώς προέρχεται από τη λέξη «βυζούμπες».

  1. - Πω πω φίλε τι βυζουμπάτο μωρό είναι αυτό!!!!!!
    - Μην μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή η σαύρα. Η φάτσα της της είναι σαν Γκρέμλιν.
    - Εεεεε ποια φάτσα;

  2. - Τι σου ζήτησα ρε θεέ; Μια βυζουμπάτη γκόμενα. Κοντή, χοντρή άσχημη δεν με πειράζει... Αλλά εσύ θεέ με γράφεις κανονικά...

(από Mitsaras, 08/11/10)Κλασιή βυζουμπάτη γκόμενα η Gemma Atkinson. (από Mitsaras, 08/11/10)

βλ. και βυζοκίνητο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να τονίσει κάποιο ταλέντο ανθρώπου μικρόσωμου/κοντού. Αντίστοιχο του μικρός στο μάτι....

«Μην τόνε βλέπεις έτσι τούτο τον κοντό, το μπόι που του λείπει το 'χει σε μυαλό...»

(Ρίτα Σακελλαρίου, Ο κοντός με τη γραβάτα)

Όσο μπότι του λείπει, τόση φωνή έχει! (από Sasa, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified