Δυσνόητη εκ πρώτης όψεως έκφραση που αναφέρεται στην στάση του σώματος μετά από κάπνισμα δυνατού μπάφου όταν π.χ. το θύμα κάθεται σε καναπέ.

Τρεις τζούρες έκανε ο Μητσάκος και έμεινε Στήβεν Χώκινγκ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.

  2. Ο κώλος.

  1. βλ. εδώ

  2. Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
    Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας τύπος ο οποίος είναι κοντός και όταν κλάνει σηκώνει σκόνη. Συνήθως έχει σχήμα σόμπας και το κεφάλι του μοιάζει με μπουρί.

- Ρε Μαρίκα ξέχασες έξω από το σπίτι τη σόμπα.
- Όχι ρε Γεωργία, ποια σόμπα, ο ανηψιός μου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified