Further tags

Πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Σχήμα καθ' υπερβολήν.

Όταν μιλάμε για κάτι στο παρελθον - που ίσως και να μην έχει τελειώσει ακόμη - θέλουμε να δείξουμε ότι κράτησε τόσο πολύ που η αρχή του χάνεται στα βάθη του χρόνου.

Ο ανθρωπος Θανο ειναι καραγκιοζης. Εχει αλλαξει ολες της ομαδας της ψωροκωσταινας,και παραπερα τιποτα. Ειναι απο τους λιγους ποδοσφαιριστες που ενω υπηρξαν επιθετικοι λατρευοι σαν προπονητης να παιζει αμυντικα και στη κοντρα με αντεπιθεσεις. τον λατρεψαν γιατι ψηλομαζεψε τα χαλια καποιων ομαδων,αλλα γιατι δεν γινεται ΛΟΧΙΑΣ; Κομπλαιξηκος,και ητοπαθεις,το γεγονος οτι ειναι σαραντα χρονια τουρκικα σε αυτο το τοπο και δεν μηλα ελληνικα,τα λεει ολα. ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ... (Από εδώ).

Σαράντα χρόνια τούρκικα πέρασαν και δεν κατάφεραν να τον τελειώσουν τον κωλόδρομο. Τόσο άχρηστοι είναι όλοι τους. (Από εδώ).

'Οταν αναφέρομαστε στο μέλλον, εννοούμε ότι θα περιμένουμε πάρα πολύ, επ' αόριστον - και μπορεί, τελικά, αυτό που περιμένουμε να μην γίνει και ποτέ.

Και βέβαια, οι καταστηματάρχες θέλουν να αποζημιωθούν κι έχουν όλα τα δίκια του κόσμου. Αλλά, να αποζημιωθούν από ποιον; Από τις ασφαλιστικές εταιρείες; Μα, οι ασφαλιστικές εταιρείες εδώ και χρόνια δεν ασφαλίζουν καταστήματα του κέντρου των Αθηνών, για ευνόητους λόγους. Από το «κράτος»; Αστεία πράγματα! Αν τα πάρουν, θα τα πάρουν σε «σαράντα χρόνια τούρκικα», που λέμε. Μέχρι τότε οι καταστηματάρχες θα πρέπει να αποκαταστήσουν τις ζημιές από την τσέπη τους –αν έχουν, που δεν έχουν- και να περιμένουν τα «σαράντα χρόνια τούρκικα», που λέγαμε. (Από εκεί).

Σε ό,τι αφορά την προέλευση της φράσης, στο σάιτ lexilogia.gr ο χρήστης palavra υποστηρίζει πειστικά ότι συνδέεται με την τούρκικη φράση kırk yıl - σημαίνει ακριβώς σαράντα χρόνια και οι Τούρκοι την χρησιμοποιούν για να δηλώσουν ότι κάτι διαρκεί πάρα πολύ καιρό. (Δείτε τι γράφει εδώ). Διατυπώνει επίσης και την άποψη ότι η επιλογή του αριθμού σαράντα ειδικά αντανακλά την σημασία που έχει ο συγκεκριμένος αριθμός στην θρησκευτική παράδοση και την ορθόδοξη και την ισλαμική - σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες περίμενε ο Μωυσής στο όρος Σινά για τις Δέκα Εντολές, σαράντα χρονών ήταν ο Μωάμεθ όταν του αποκαλύφθηκε ο πρώτος στίχος από το Κοράνι, τα μωρά σαραντίζουν, τα σαράντα του πεθαμένου κ.λπ.

Βέβαια, στην τρέχουσα χρήση, το σαράντα αντικαθίσταται και από άλλους αριθμούς, πάντα μεγαλύτερους για να τονισθεί το στοιχείο της υπερβολής - π.χ. πενήντα, διακόσια, τριακόσια ή και χίλια χρόνια τούρκικα.

Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, απεφάνθη το δικαστήριο, δεν ακυρώνεται όσος καιρός και να περάσει (χίλια χρόνια τουρκικά που λέμε στον τόπο μας) εφόσον υπάρχει ιδιοκτήτης ή οι κληρονόμοι του κατέχουν τίτλο ιδιοκτησίας. (Από εδώ).

Βλ. και ρούσικη ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το σαράντα χρόνια τούρκικα.

Ρετρό, εξαφανισμένη πλέον έκφραση που σήμαινε μεγάλο χρονικό διάστημα, αδικαιολόγητη καθυστέρηση, υπέρ το δέον χρονοτριβή. Κάποιοι περιμένουν ακόμα το ξανθό γένος να μας σώσει.

Για μιά πιθανή ερμηνεία της φράσης βλέπε το α' παράδειγμα. Ο γούγλης δεν έδωσε τίποτα, αλλά δεν είχα στη διάθεσή μου και ρούσικες ώρες να ψαχουλεύω τα ιντερνέτια. Οπότε βρήκα απ' αλλού.

-Του Αβράμ και του Ισάκ τα καλά έχει εκείνη η Άγια Ρωσία, έμαθε η Άννα να λέει απ' τη γιαγιά της, και τον Παράδεισο τον φανταζόταν στη Ρωσία, όπου όλα ήταν μεγάλα και πλουσιοπάροχα και ατέλειωτα, ακόμα και οι ώρες. "Ρούσικες ώρες έκανες ως που να με το φέρεις", έλεγε η Λωξάντρα στο μπακαλάκι όταν αργούσε.

Μ. Ιορδανίδου, Διακοπές στον Καύκασο, εκδ. Εστία.

Η ώρα έξι το απόγευμα (17 του Αυγούστου) θα γινόταν η έναρξη. [...] Η σάλα είναι φίσκα όπως είπα. Κι όμως ακόμα έρχεται κόσμος πολύς. Βουητό χαρούμενο, φως θαμπωτικό παντού. Είναι η ώρα 7 κι ακόμη δεν άρχισε το συνέδριο. Ρούσικη ώρα!

Κ. Βάρναλης, Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ, εκδ. Αρχείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματική φράση που εμφανίστηκε στην κρίση και αναφέρεται στα χρόνια πριν το 2009, όταν και υποτίθεται ότι περνούσαμε όλοι όμορφα και ωραία πριν έρθει η κρίση και γίνουμε φτωχοί. Γράφεται και "π.κ." κατά το προ Χριστού και προφέρεται "που-κου".

1) π.κ., δηλαδή προ κρίσης, όταν ζητούσαν την άποψή μου για τα κοινά, έσπευδα να την εκφράσω με ζέση (από εδώ)
2) Καλά βγαίνεις κάθε μέρα στα μπουζούκια; Αυτό είναι τόσο π.κ.!
3) Θυμάμαι ότι π.κ. εδώ γινόταν χαμός στο πανηγύρι (εμπνευσμένο από εδώ)
4) Έχω κρατήσει ένα καλό κοστούμι από π.κ.

Got a better definition? Add it!

Published