Φαντασίωση παραδοσιακών (traditional στα αγγλικά, τραντ στα κομμέ) για μια γυναίκα η οποία θα τηρεί τα κλασικά πατριαρχικά στερεότυπα, ήτοι να κάνει οικιακές δουλειές, να έχει σεμνή εμφάνιση, να είναι χαμηλοβλεπούσα ή κατ' ελπήδα χαμηλοβλεπούτσα στη λογική reject modernity- embrace tradition. Χρησιμοποιείται στους ιδεολογικούς πολέμους των συντηρητικών ενάντια στη woke κουλτούρα. Από το αγγλικό trad wife. Χρησιμοποιείται και ως αυτοπροσδιορισμός από γυναίκες pick me με εσωτερικευμένη πατριαρχία, οι οποίες προβάλλουν τον παραδοσιακό τους ρόλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να προτιμηθούν αυτές και οι αξίες τους.

Θέλω μια τραντ γουάιφ που να μην έχει γκέι ως καλύτερο φίλο, να μην έχει τατουάζ, να μην είναι πολιάμορους, ε, και να σιδερώνει και κάνα πουκάμισο. Ζητάω πολλά;

Got a better definition? Add it!

Published

Ανήκει στην ορολογία του dating και σημαίνει ότι κάποιος/α κρύβει (to stash στα αγγλικά) κάποιον/α με τον οποίο/α βγαίνει και δεν τον/α παρουσιάζει σε φίλους και συγγενείς, επειδή δεν θέλει καθόλου να επισημοποιηθεί η σχέση και να γίνει ορατή.

Μου κάνει στάσινγκ σαν τον Μαρκορά στην Κουντουράτου.

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος του online dating που σημαίνει ότι κάποιος/α κρατάει άλλο/η ως καβατζογκόμενο/α, στο περίμενε, διερευνώντας αν παίζει κάτι καλύτερο και δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον μόνο αν δεν ευοδωθούν άλλες καλύτερες εναλλακτικές. Από την αγγλική λέξη bench, που σημαίνει πάγκος, δηλαδή κρατάω κάποιον στον πάγκο, όπως κάνει ένας προπονητής σε μια ομάδα.

Δεν το βλέπω να προχωράει με τη Μαρία. Μάλλον μου κάνει μπέντσινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ανήκει στο ιδίωμα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του online dating και σημαίνει την πρακτική της αλληλεπίδρασης και της παρακολούθησης των λογαριασμών ενός ατόμου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρόλο που έχει ξεκαθαριστεί πως δεν υπάρχει ενδιαφέρον για σχέση. Από την αγγλική λέξη orbit που σημαίνει τροχιά. (Δες).

Το όρμπιτινγκ δεν είναι μαγκιά, είναι αυτολύπηση.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακό: Μέρος όπου μαζεύονται πολλές γυναίκες που επιδιώκουν γνωριμία με άνδρες, με απώτερο σκοπό τον γάμο. Πλέον τα νυφοπάζαρα παίρνουν τη μορφή reality shows και διαδικτυακών εφαρμογών. Πολλές φορές εκφυλίζονται σε νυφομπάζαρα.

Η πρακτική έχει εμπνεύσει τραγούδι και ταινία.

Survivor All Star: Ο Βασάλος διαμαρτύρεται για το «νυφοπάζαρο» και «πετσοκόβει» Σάκη και Μαριαλένα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Γίνομαι ή ξαναγίνομαι φίλος με κάποιον που πριν ήμασταν τσακωμένοι ή παρεξηγημένοι. Σταματάω να είμαι φίδι. Κλίνεται κατά το αποφοιτώ και, έτσι, ανάλογα παράγονται οι λέξεις αποφίδηση, απόφιδος κτλ.

1) - Κάνουν παρέα η Μαρία με την Ευτέρπη ρε; Αυτές δεν ήταν τσακωμένες;
- Ήταν, αλλά η Ευτέρπη βοήθησε την Μαρία να βρει σπίτι και έτσι αποφίδησε
2) Θα πάμε για μπίρες τέσσερεις φίλοι και ένας απόφιδος από το σχολείο, θα έρθεις?
3) Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που παίξαμε ξύλο που μπορούμε πλέον να μιλήσουμε για συμφιλίωση και αποφίδηση μεταξύ μας

Got a better definition? Add it!

Published