Όπως παρατηρεί η χρήστρια Mes, το σνιφ είναι το ρούφηγμα της μύτης μετά το κλάμα. Οπότε το σνιφάρω είναι ηχομιμητική λέξη που δηλώνει την εισπνοή από την μύτη μαζί με άλλη ουσία, τα δάκρυα και μύξες στα Μικυμάου, ή συνηθέστερα κάποια ναρκωτική ουσία, όπως η κοκαΐνη. Κοινώς, το να κάνεις μυτιά ή μύτινγκ. Χρησιμοποιείται και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει λειτουργία ναρκωτικού.

Συνήθης έκφραση: σνιφάρω γραμμές.

  1. (από την Ελευθεροτυπία)
    «Τώρα σνιφάρω μόνο μουσική. Είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε ποσότητα κόκα».

  2. (Από βλόγιον)
    «Σνιφάρω κρατισμό.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μυτιά, δηλαδή η εισπνοή κοκαΐνης από την μύτη. Μπορεί και να δηλώσει meeting μυτάκηδων.

  1. Θέλω να μας διαφωτίσεις για τις φρίμπες (πόσο «καίνε» συγκριτικά με τα άλλα, ποιές οι διαφορές με το μύτινγκ, κτλ). Με το κο δεν τα πάω καλά, αλλά οι φρι είναι γαμάτες, απλά δεν φαίνεται να μπορείς να κάνεις και πολλά υπό την επήρρεια... Ή μπορείς;
    (Διερωτήσεις σε βλόγιον).

  2. Όχι στο μύτινγκ, όχι στα σκληρά!
    (Κείθε).

(από Khan, 09/04/14)(από Khan, 01/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified