1. Η κατάληξη -νέτο δηλώνει καθαρά σεξουαλικό περιεχόμενο όταν πρόκειται για γυναίκες, γεννητικά μόρια και μεγέθη, έχει χαρακτήρα χιουμοριστικό, κυρίως παιχνιδιάρικο.

  2. Το νέτο ως σκέτο συναντάται για καταστάσεις που έχουν ολοκληρωθεί, προέρχεται από τα λατινικά και είναι συνώνυμο του καθαρός.

  3. Δάνειο απά τα ιταλικά το οποίο δηλώνει το μέγεθος, κυρίως αν κάτι είναι σχετικά μικρό σε πρακτική χρήση.

1.- Ρε συ τι γκομενέτο μας κουβάλησε πάλι αυτός σήμερα; - Καλά δεν τα 'μαθες; Το νιμού σέρνει καράβι.

  1. Το φραουλέτο πήγε νέεετο (στη λαϊκή)

3.- Δώσ' μου μωρέ εκείνο εκεί να ανάψω...
- Ποιο;
- Αυτο εκει μωρε,το παπαρδελετο
- Το καμινέτο βρε μαλακα;

(από Khan, 13/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε όλοι μας και χωρίς μάλιστα να το ξέρουμε. Πρόκειται για μια κατάληξη που υπάρχει σε λέξεις είτε ετυμολογικά σωστές είτε φανταστικές. Οι ρίζες της κατάληξης αυτής αν και προφανείς αξίζει να αναφερθούν.

Σαμουέλ Ετό. είναι ένας Καμερουνέζος ποδοσφαιριστής γεννημένος στη Ντουάλα του Καμερούν στις 10 Μαρτίου του 1981 και αγωνίζεται για την Chelsea FC. Γνωστός στους περισσότερους από εμάς για τις άπταιστες ποδοσφαιρικές του ικανότητες, χαρίζει με το όνομά του μια άλλη χροιά στην καθημερινότητα μας, και τι εννοώ... Εννοώ πως η ποιότητα του παίχτη αυτού μέσω της κατάληξης -έτο μετατίθεται στη λέξη που χρησιμοποιείται. Αναλυτικότερα...

Η κατάληξη -έτο που πηγάζει άμεσα απ' το όνομα του ποδοσφαιριστή, δίνει στη λέξη που χρησιμοποιείται την ιδιότητα του πολύ καλού - αναμενόμενα καλού. Δεν αποκλείεται να τη συναντήσουμε και σε λέξεις όπως κλαπέτο, αετό, χαρταετό, γκομενέτο, πέταξέ το, μπαλέτο κ.ά., υποδηλώνοντας πως το αντικείμενο ή η κατάσταση την οποία περιγράφει η λέξη είναι άκρας υψηλής ποιότητος.

Χρησιμοποιείται κυρίως απ' τα Ημισκούμπρια, από ομάδες νεαρών που βάζουν δατυλίδια χρυσά και είναι swag, και από αθίγγανους που αναφέρονται σε ξανθά κυρίως κοριτσάκια ως κοριτσέτο. Το κοριτσέτο μπορεί να είναι και εργαλείο υδραυλικών.

Για χάριν ευφωνίας, ο τόνος πολλές φορές μετατίθεται στην προηγούμενη συλλαβή χωρίς όμως να αλλάζει το νόημα της λέξης.

Την κατάληξη αυτή μπορούμε πάντα να τη χρησιμοποιήσουμε για να περιγράψουμε καταστάσεις, αντικείμενα, ιδέες, άτομα κ.ά.

Συζήτηση κολλητών...
- Πω δικέ μου κοίτα κοίτα εκεί ρε, στη στάση απέναντι... Το βλέπεις το γκομενέτο;! Περιμένει εκεί κάνα 40λεπτο, πρέπει να έχει φάει χοντρό πακέτο.
- Έλα ρε, σιγά το πακέτο. Το λεωφορείο περιμένει. Εγώ που πλημμύρισε το σπίτι και φούσκωσαν τα παρκέτα τι να πω. Γάμησ(έ το)!.

(Χαρακτηριστικό παράδειγμα. Βλέπουμε το γκομενέτο που είναι προφανώς και φτιαχτή λέξη και όπως καταλάβατε, ναι, η κατάληξη δίνει αμέσως στοιχεία για τις διαστάσεις στήθους, οπισθίων κ.ά. Το πακέτο που χωρίς πολλά πολλά άμα περιμένεις 40λεπτο είναι μεγάλο, το παρκέτο που υποδηλώνει πως ήταν ένα πολύ καλό παρκέ αλλά μετά την πλημμύρα χάλασε, και φυσικά το γάμησ έτο, που σε προτρέπει όχι απλά να το κάνεις αλλά να το κάνεις και καλά.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάλαφρος νεολογισμός με ιταλοπρεπή κατάληξη για το γκομενάκι, το παστάκι.

Συντόμως: νέτο.

Λέγεται και για άντρες (πώς λέμε μουνάρα).

  1. Πώς να βρείτε γκομενέτο...αν είστε σοφερίνες

  2. Πάει με χώρισε το γκομενέτο... Η αστοχία μου στις γκομενοπροβλέψεις και η αδυναμία να κεράσω ποτό την χαρωπή δεσποινίδα που μου κρατάει συντροφιά, με οδήγησε στο χωρισμό...

  3. Είσαι από τους τυχερούς δηλαδή που δεν έχει πάει με το γκομενέτο για ψώνια...

  4. δε μιλανε ετσι σε ενα γκομενετο, ακομα κ αν ειναι δεσμευμενο. μπορει αυριο να χωρισει

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified