Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...

- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πατρινή αργκό, το κατώτατο είδος μινάρα. Ο εντελώς γελοίος και άχρηστος μαλάκας. Αν πεις κάποιον στην Πάτρα μιναροκεφτέ μπροστά σε γκόμενες, ετοιμάσου για κλωτσίδι.

Μερικές φορές χρησιμοποιείται και ως φιλική επίπληξη ή προσφώνηση, αλλά μόνο μεταξύ κολλητών.

  1. Τράβα ρε μιναροκεφτέ!

  2. Έλα ρε μιναροκεφτέ, πλάκα σου κάνω.

Ψίτ, γκαρσόν !  Μιά μερίδα μιναροκεφτέδες...  (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρύτατα διαδεδομένο και εύχρηστο, σημαίνει ό,τι και το ερημιτζής.

Δικατάληκτο επίθετο: ο, η ερήμης, το ερήμη.

- Ρε μινάρα θα πάμε για καφέ;
- Μπα δε γουστάρω.
- Τι ερήμης που είσαι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified