Πιπόνι είναι η κοπέλα που της αρέσει να κάνει πίπες όταν βρεθεί με αρσενικό.
Νέστορα, χτες το βράδυ η τύπισσα που μιλούσες είναι μεγάλο πιπόνι φίλε, από εμπειρία μου...
Πιπόνι είναι η κοπέλα που της αρέσει να κάνει πίπες όταν βρεθεί με αρσενικό.
Νέστορα, χτες το βράδυ η τύπισσα που μιλούσες είναι μεγάλο πιπόνι φίλε, από εμπειρία μου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).
Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.
Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.
Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλοαμερικάνικο bitch.
Συνήθως είναι μουνάρα αλλά αν και νομίζει ή το παίζει ότι έχει αρχίδια στην πραγματικότητα είναι αρχίδι (νταξ, ο όρος καταχρηστικώς).
Δίπλα της άντρας σωστός δεν στέκεται πάνω από καμιά εκατοστή λέξεις αλλά η ίδια είναι φλωρομουνοπαγίδα.
Τέτοια συμπεριφορά έχουν συχνά γυναίκες στην εμμηνόπαυση που κατέχουν κάποιο πόστο.
- Ποιο μπιτσόνι ακούγεται σε δυο ορόφους;
- Η καινούργια προϊσταμένη.
- Ο μούνος με τα Πράντα που σε γκάζωσε χθες;
- Έρχεται κι η σειρά σου.
- Τι παίζει με το καινούργιο φρούτο απέναντι;
- Το μπιτσόνι του τραγόπαπα της ενορίας.
- Άλα! επιτυχίες ο παπα-Μπάμπης!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται απ’ το αρχαίο βραχίων αλλά μας προέκυψε από το μπράτσο σαν αντιδάνειο απ’ το ιταλικό braccio ή το βενετσιάνικο brazzo.
Το μπράτσο. Στην έκφραση κάνω/χτίζω μπρατσόνι σημαίνει γυμνάζω τα μπράτσα.
Σημαίνει τον μπρατσαρά/μπρατσωμένο/χεροδύναμο άντρα που του φαίνεται (χωρίς τα συμπλέγματα, τις ουσίες, και τις ατελείωτες ώρες στο γυμναστήριο του 3).
Περιγράφει τον σφίχτερμαν, τον μποντιμπιλντερά, το γορίλα, το μπιλντέρι, το ντούκι, τον φουσκωτό, το χτιστό/χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο body building για λόγους ωραιοπάθειας, επιδειξιμανίας ή κολλήματος. Ειρωνικά, υπονοεί μειωμένη ευφυΐα και πνευματικότητα μια και αυτός ο σωματότυπος έχει καταντήσει στερεότυπο για τους άντρες (παρόμοιο με το ξανθιά για τις γυναίκες).
Αφορά και γυμνασμένες γυναίκες τύπου θάντερκατ.
«Μασάω τσιχλίτσα, φοράω ξεβαμμένο τζινάκι με σταυρούς με στρας, μπλουζάκι μιλιτέρ με τρεις αστέρες στο αριστερό μου μπρατσόνι και το σήμα των πεζοναυτών αλεξιπτωτιστών κατάστηθα…» (αγορασμένο)
- Ρε λεβέντη, μου κόλλησε το ΤΙΡ στις λακκούβες εδώ παρακάτω. - Μάγκα μου, κάτσε να σφυρίξω τα μπρατσόνια τα ξαδέρφια μου να μας δώσουν ένα χεράκι κι έννοια σου. Φραπεδιά;
Ακούστε πώς τον περιγράφουν οι στίχοι στο «Τζόνυ το Μπρατσόνι» από τους «Το πλοκάμι του καρχαρία» (μήδι 2)
- Ρε μαλάκα; Σίγουρα η Ζίνα δεν ήταν κάποτε τσουτσουνοφόρος; Πολύ μπρατσόνι ρε παιδάκι μου!!
- Ε! δεν παίρνω κι όρκο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified