Selected tags

Further tags

Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».

Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομμάτιας, ο λιώμας από ναρκωτικά, αλκοόλ, αϋπνία κτλ.

- Πάμε που σου λέω ρε...
- Πού να τρέχω τώρα έτσι κομματιανός που είμαι... Άαααραξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση μέθης. Προέρχεται από παρομοίωση της χαρακτηριστικής γυαλάδας ματιών μετά από κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ κλπ, με την αντίστοιχη μιας καλογυαλισμένης ζάντας 21''. Συντάσσεται και με το ΦΕ. Εξαιρετικά δόκιμη χρήση στα πέριξ Θεσσαλονίκης.

Πίναμε, πίναμε, πίναμε, ζάντα γίναμε. ζάντα ΦΕ, σου λέω.

Κάποιος έγινε ζάντα χτες βράδυ... (από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκωτσέζικο ουίσκι, με τη σωστή προφορά.

Πιάσε ένα σκατς ον δε ραξ ρε Τάκη να πάνε κάτω τα φαρμάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατεστραμμένος, συνήθως από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ. Αυτός που έχει κάψει πάρα πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με τις παραπάνω καταχρήσεις και φαίνεται στον τρόπο που μιλάει και φέρεται.

Κοίτα ρε τον καμένο! Μόνος του μιλάει, μόνος του γελάει, μόνος του χορεύει. Τι έχει πάρει και κάνει έτσι άραγε;

Δες και κάρβουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίδια σημασία με τον καμένο. Ο κατεστραμμένος από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ.

-Εγώ πλέον δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τον Κώστα. Αφού είναι καΐλας, άλλα του λέω και άλλα καταλαβαίνει. Δεν του 'χει μείνει κύτταρο για κύτταρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών με αποτέλεσμα να υπολειτουργείς.

Σχετικά λήμματα: μπαφοκατάσταση, άραγμα.

-Θα μαζευτούμε απόψε το βράδυ να δούμε τον αγώνα και να λιώσουμε. Είσαι μέσα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την κατάσταση που βρίσκεται κάποιος μετά από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ η οποία συνήθως είναι ένα βήμα πριν το νοσοκομείο!

Άσε, χθες το πρωί που γυρίσαμε από το κλαμπ είχαμε γίνει όλοι αλοιφή! Μάλλον θα ήταν μπόμπα τα ποτά.

Για συνώνυμα δες λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συμπαγής, ευθύβολος εμετός, απόρροια εκτεταμένης κατανάλωσης αλκοόλ.

-Και αφού πιώ το δέκατο υποβρύχιο βγαίνω λίγο να πάρω αέρα, και με το που βγαίνω φεύγει στα καπάκια ρουκέτα στο πεζοδρόμιο... Ε, έτσι ίσιωσα και άρχισα τις τεκίλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified