Περίπτωση στην οποία επιχειρούμε να κάνουμε κάτι και παρότι οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος μας, είμαστε γενικώς στα παπάρια μας, καθότι δεν έχουμε να χάσουμε και τίποτα.

- Έπαιξα άσσο την Μπάρτσα και διπλό την Άστον Βίλα.
- Διπλό την Άστον Βίλα; Αφού παίζει με τη Σίτυ εκτός.
- Ε, μπας και κάτσει ρε, 10 απόδοση δίνει.

- Θα χωθώ στη Μαίρη μπας και κάτσει.
- 10 πόντους σου ρίχνει με το τακούνι αλλά στ' αρχίδια σου, αφού έχει πιει δοκίμασε το.

(από HardcoreGR, 15/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι ανέλπιστο και ευπρόσδεκτο προκύπτει λόγω συμμετοχής σε συγκεκριμένη αδιάφορη ή και δυσάρεστη διαδικασία / κατάσταση. Μια κουραστική δουλειά, μια βαρετή αγγαρεία ή μια απεχθής συγκυρία, μπορεί να έχει παράπλευρο όφελος (οικονομικό, σεξουαλικό και ταλιμπάν), τα τυχερά της.

Ο παπάς, που αναγκάζεται να ξεποδαριάζεται από σπίτι σε σπίτι για να διώχνει τα κατσιμπουχέρια, έχει τα τυχερά του: παίρνει μισθουλάκο τσεπώνει και τα χαρτζιλίκια - που ενίοτε απαιτεί, άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει. Σε αυτή την περίπτωση το όφελος είναι μονομερές, ο παπάς γελάει και ο άντρας της θειας που κάνει το ευχέλαιο κλαίει.

Ο υδραυλικός που τον καλούν απρόοπτα και του χαλούν τα ούζα στο καφενείο, έχει τα τυχερά του: πα να φτιάξει το σωλήνα, ρίχνει και κανα πουτσαρίκο στην κυρία του σπιτιού που, τι να κάνει κι αυτή, βαρέθηκε να βλέπει μενεγάκη. Σε αυτή την περίπτωση η βλάβη της υδροδότησης έχει τα τυχερά της και για την κυρία, σο κοινό το όφελος.

Ο σωματοφύλακας, με το επικίνδυνο έργο του, έχει τα τυχερά του (βλ. μήδι)

Η γιαγιά Αντιγόνη - άσχημο πράμα τα γηρατειά: Εχει και η τρίτη ηλικία τα τυχερά της! Πριν κάμποσους μήνες είχα μια κατάκτηση! Μη γελάτε σκασμένα, νομίζεται ότι είναι προνόμιο των νιάτων;

Ο φαντάρος - άσχημο πράμα η θητεία : ...και ολη μου η θητεια ηταν σε ενα γραφειο εφοαδιασμου οταν ημουν στον εβρο και εβγαινα για ψωνια 2 φορες την εβδομαδα και ειχα και τα «τυχερα» μου. (σ.ς. γαμούσε ο φαντάρος)

Κρίση - άσχημο πράμα η κρίση: Έχει και η κρίση τα τυχερά της…. [...]Έχουν την εντύπωση ότι ήμαστε κορόιδα. Σίγουρα τα πράγματα δεν είναι καλά, αλλά και αυτοί τα κάνουν χειροτέρα. Πάντως, εγώ την ευκαιρία μου τη βρήκα και την τσίμπησα και άσε τη κρίση να λέει τα δικά της!

Το βυζί της Ριχάνας (sic). (από Galadriel, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα το πέρναγα βρέξει χιονίσει αλλά το έχωσε και η μαριαηομορφη στο πρόχειρο.

Προέρχεται από διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας και το λέει όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς τις τελευταίες μέρες.

Ο τύπος που το λέει στη διαφήμιση είναι φλωράς και βλακόμετρο αλλά στη σλανγκ το λέμε ειρωνικά όταν είμαστε σίγουροι για ένα συμπέρασμα που βγάλαμε και ειρωνευόμαστε το συνομιλητή μας που μας αμφισβητεί.

Ρε συ σου λέω αφού το ξέρω σίγουρα, η Μαρία δεν έχει γκόμενο.
— Λες μαλακίες, έχει και παραέχει. Χτες βράδυ την πήραμε τόσα τηλ. και δεν απάνταγε. Τυχαίο; δε νομίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως κάθομαι σε μια καρέκλα, σε ένα πεζούλι, στον καναπέ. Μπορώ όμως να κάτσω και πάνω σε κάποιον. Στα γόνατά του, ας πούμε. Αν όμως προτιμήσω κάτι άλλο, λίγο πιο πέρα από τα γόνατά του, τότε λέμε «του κάθομαι». Δηλαδή παθαίνω αυτό που έπαθε με καρεκλοπόδαρο η Μαίρη Χρονοπούλου σε μια ταινία κι έχασε την παρθενιά της (διορθώστε με αν δίνω λάθος πληροφορίες). Μόνο που δεν χάνω απαραιτήτως την παρθενιά μου, ούτε πρόκειται για απλό καρεκλοπόδαρο, αλλά για το βασικό εργαλείο που διαθέτει αυτός που του κάθομαι.

Παραλλαγές: Πρώτον, δεν είναι ανάγκη να φανταζόμαστε κάποιον καθιστό και μια γκόμενα πάνω στο τέτοιο του. Όχι πως έχει πρόβλημα η στάση αυτή, αλλά μπορούμε να φανταστούμε και όποια άλλη στάση κλπ θέλουμε.

Έπειτα, η έκφραση ισχύει και για τις γυναίκες. Ωσεκτουτού είναι και μεταφορική.

Άλλο: κυριολεκτικά και μεταφορικά λέμε και «καθίζω σε κάποιον /-α κάτι», του την καθίζω δηλαδή. Μπορεί όμως να είναι οτιδήποτε σεξουαλικό αυτό το «κάτι», εννοείται.

Τέλος υπάρχει και μια άλλη σημασία: στην έκφραση «μού 'κατσε», σημαίνει είτε ήμουν τυχερός, μου έτυχε κελεπούρι, ή κάποιος μου είναι ανάντεχος, ανυπόφορος και δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ (κυριολεκτικά, άμα μου έχει κατσικωθεί, και μεταφορικά άμα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου).

Τα παραδείγματα θα τα εξηγήσουν όλα.

  1. Μαλάκα, μπαίνω στο δωμάτιο να πάρω το μπουφάν μου και βλέπω τη Σούλα να τού 'χει κάτσει του κυρ Μήτσου για τα καλά!
    - Και;
    - Χαμπάρι δεν πήραν! την έκανα με ελαφρά...

  2. Τι νέα με την Αλίκη; Της έκατσε κανα καλό τελικά;

3.α. Πολύ μου κουνάει τον κώλο της η Δεσποινούλα, άμα της τον κάτσω θα σου πω εγώ...

3.β. - Για πες για πες, τι έγινε με τον Αντώνη;
- Ά τον αλήτη, εκεί που ήμασταν γλυκά-γλυκά μαζί, μου καθίζει ένα πουτσοσκάμπιλο, μου 'ρθε νταμπλάς!
- Σιγά μωρή παρθενοπιπίτσα...

  1. Πώς κάνεις έτσι ρε φίλε, άμα δεν σου κάτσει αυτό που θες είσαι απάλευτος...

  2. Τι νέα;
    - Τι νέα ρε μαλάκα, που μού 'χει κάτσει δέκα μέρες τώρα στο σπίτι ο Παύλος και δε λέει να φύγει...

  3. Κάτι δεν μου κάθεται καλά με αυτόν τον τύπο (ή Δεν μου κάθεται καλά αυτός ο τύπος)...
    - Γιατί;
    - Δεν ξέρω, αλλά δε μ' αρέσει η φάτσα του καθόλου. Το νού σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση παρμένη από την ιδιόλεκτο του καζίνο όπου, για το παιχνίδι της ρουλέτας, σημαίνει ότι η μπίλια καταλήγει και σταθεροποιείται σε έναν από τους τριάντα επτά αριθμούς-υποδοχές του περιστρεφόμενου πάνελ, ολοκληρώνοντας την ιδιόμορφη κλήρωση του παιχνιδιού.

Σλανγκιστί, χρησιμοποιείται κυρίως στην έκφραση πού θα κάτσει/έκατσε η μπίλια για να:
1. Δηλώσει ότι τελικά συνέβη κάποια συγκεκριμένη από τις πολλές πιθανές περιπτώσεις στην εξέλιξη ενός γεγονότος που δεν εξαρτάται από εμάς.
2. Δείξει ότι κάποιος αποφάσισε επιτέλους για κάτι, αμφιταλαντευόμενος επί υπερβολικό χρόνο ανάμεσα στις επιλογές του.

  1. - Σειρά βγήκε η μετάθεσή σου;
    - Όχι ρε γαμώτο, παραμένοντας είμαι κι εγώ. Και πρέπει να ξέρω, έχω την δικιά μου να μου ζαλίζει τον έρωτα, έχω τη δουλειά και ανάλογα πού θα είμαι πρέπει να οργανωθώ από τώρα για να βγάζω κανένα χαρτζηλίκι...
    - Όπως όλοι οι αβυσμάτωτοι φίλε... Περιμένουμε να δούμε πού θα κάτσει η μπίλια...

  2. - Ταβερνούλα ή μπαράκι τελικά;
    - Δεν ξέρω ρε συ... Μπαράκι. Οι άλλοι τι θέλουν;
    - Δεν έχουνε πρόβλημα, εσύ είσαι επισκέπτης στην πόλη, όπου πεις εσύ θα πάμε. Λέγε!
    - Εε, ταβερνούλα τότε, να τα πούμε κιόλας; Ή θα πέσουμε; Μήπως κανένα μπαράκι με καλό κόσμο;
    - Άντε να δούμε πού θα κάτσει η μπίλια... Αποφάσισε πια! Πεινάς ή διψάς;
    - Καμιά καλή παράσταση παίζει;
    - Θα σ' αφήσω μέσα...

(από patsis, 18/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας έκανε ένα update της παραδοσιακής έκφρασης, λέγοντας σε μια συνέντευξη ότι η απόλυτη φαντασίωσή του θα ήταν να περάσει μια ειδυλλιακή βραδιά με την γνωστή ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα στην Κορώνη, ώστε να μπορεί να αναφωνήσει: «έχω Μπάρμπα στην Κορώνη»!

-Ποια είναι η μεγαλύτερη φαντασίωσή σας;
-Να έχω Μπάρμπα στην Κορώνη!

Μπάρμαν στην Κορώνη... (από HODJAS, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από σχετικά πρόσφατη διαφήμιση (μπεσαμέλ Γιώτης, αν θυμάμαι καλά. Αν επίσης θυμάμαι καλά, στη διαφήμιση ήταν η πρώτη εκδοχή: δεν έτυχε, πέτυχε. Δηλ. ήταν σίγουρο το αποτέλεσμα, τόσο νόστιμο είναι το προϊόν).

Το λέμε για να ξεκαθαρίσουμε ότι το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας ήταν / δεν ήταν τυχαίο άρα δεν ήταν / ήταν εγγυημένο.

βλ.

  1. Εκδοχή αυτοπεποίθησης:
    - Πώς τα κατάφερες ρε συ και την έπεισες να έρθει;
    - Α, όλα κι όλα, δεν έτυχε, πέτυχε!

  2. Εκδοχή έκπληξης:
    - Ρε συ, πώς τό' κανες αυτό;!
    - Ξέρω και γω;... Έτυχε, δεν πέτυχε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified