Further tags

πσκ, πουσουκού

Το τριήμερο από Παρασκευή έως Κυριακή. Το λένε κυρίως οι φαντάροι για τυχόν τέτοια άδεια.

Βλ. και σκ.

- Θα ζητήσω πσκ έξω, αλλά σιγά μη μου την δώσουν τα καθίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπορέλι από το γνωστό παίχτη του Παναθηναϊκού. Σημαίνει μπορεί, αλλά χρησιμοποιείται για την αντίθετη ακριβώς έννοια, δηλαδή ότι δεν παίζει, αποκλείεται, με καμία δύναμη.

- Τσακίσου φέρε μου τσιγάρα απ' το περίπτερο.
- Και μπορέλι...

Χουάν Χοσέ Μπορέλι (από poniroskylo, 21/09/10)(από ironick, 20/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκουπιδιάρα στα ελληνικά στρατά.

- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Πλοίο της Αγάπης...

Captain Stubing (Καπετάν Στουμπωμένος) (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιάζουσα περίπτωση που η υπομονή ενός ανθρώπου έχει εκμηδενιστεί στο μεγαλείο της μαλακίας που την δεσπόζει. Παρατηρείται σε καταστάσεις για τον μπούτσο.

- Άσε ρε πολυ δουλειά, δεν την παλεύω!!!
- Ρε στ' αρχίδια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Παρωδία» γνωστών στρατιωτικών παραγγελμάτων. Δηλώνει την αρνητική (και τελεσίδικη) έκβαση μιας κατάστασης ή και την άμεση προσταγή για απομάκρυνση (παρ' τον πούλο - ξεκουμπίσου).

  1. - Τον πούλο αρμ! πάμε σπίτια μας...

  2. - Πω, ρε μαλάκα, από δω και πέρα θα 'χουμε κάθε μέρα υπηρεσία, τον πούλο αρμ!

Κυριολεξία; (από poniroskylo, 13/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρώτη λέξη που μάθαμε όλοι στον στρατό. Ενδεικτικές χρήσεις στα παραδείγματα

  1. - Την παλεύεις φιλαράκι;
    - ΔΕΝ την παλεύω. (Το ΔΕΝ ειναι μόνιμο συνοδευτικό σε αυτή την απάντηση.)

  2. Απάλευτη η φάση.

  3. Ο Απάλευτος.

  4. Μετά την σκοπιά δεν την πάλεψα.

  5. - Παλεύεται το φαγητό;
    - Ε, την ψιλοπαλεύει.

Για να την παλέψεις θες ειδική δίαιτα. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικαιολογητικά και κόστος διακοπής στρατιωτικής θητείας. Χρησιμοποιείται όταν ένας κληρωτός διαμαρτύρεται (συνήθέστερα ενώ πάει το πρωί για φρουρά ή όταν κάποιος ΕΠΟΠ τον πρήζει) ότι η θητεία του είναι αφόρητη.

- Σειρά, δεν την παλεύω.
- Ασημάκι, αφού ξέρεις: τέσσερις φωτογραφίες και πενήντα ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάλι το κοτόπουλο στη γλώσσα των φαντάρων, αλλά με γαρνίρισμα ρύζι.

- Τι έχει φτιάξει σήμερα μάγειρας;
- Πούστη Κινέζο!

Βλ. και κινέζος με πούστη, πούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδανική κατάσταση για τον στρατιώτη. Τη μία μέρα έχει υπηρεσία, την άλλη είναι εξοδούχος.

- Πως σε πάει η υπηρεσία;
- Πολύ καλά! Μία-μία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της σέντρας, είναι περιπαικτικά ο τάκος, η γραμμή αναφοράς στο στρατόπεδο.

- Ακόμα να πας στα μαγειρεία να καθαρίσεις; Βγές αύριο στην tak line από μένα, που θες να λουφάρεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified