Παλιά στρατιωτική έκφραση για το εγγλέζικου τύπου (!) χακί φανταρίστικο μπερέ, που στόλιζε τα κεφάλια των ανδρών του στρατού ξηράς (1944-1952).
Σήμερα, τέτοιου χρώματος μπερεδάκι, φορούν οι άνδρες του στρατού ξηράς, που υπηρετούν στο Σώμα Αποδόσεως Τιμών (ταρατατζούμ - κόλπα με τα λιανοντούφεκα κ.λπ.), ενώ ραφ φορούν οι αντίστοιχοι της Αεροπορίας και οι μπατζήδες, βαθυκόκκινο η Αεροπορία Στρατού, άλικο η νεοσύστατη Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία, κυπαρισσί οι Ειδικές Δυνάμεις του στρατού ξηράς (Λ.Ο.Κ. / Χιονοδρόμοι / αλεξίπτωτοι κ.λπ.), βαθυγάλαζο οι πεζοναύτες, σιέλ η Προεδρική Φρουρά, μαύρο οι τεθωρακισμένοι (που παλιά ανήκαν στις ειδικές δυνάμεις) και μπλε-μαρέν πλέον όλοι οι οπλίτες του στρατού ξηράς, που πετάξανε το σκωτσέζικο δίκωχο απο το 2004.
Τα μαγκάκια απαξιούσαν να φορέσουν το μπερέ σα σκούφο μέχρι τ’ αυτιά (όπως δει) και προτιμούσαν να το ισορροπούν στο κεφάλι τους σα να κουβαλάνε ταψί απ’ το φούρνο.
Το δίκωχο, οι μάγκες το έλεγαν «βάρκα» (προσφάτως: μουνί ή τυρόπιτα) και το φορούσαν πατημένο σαν πηλίκιο, κατεβασμένο μέχρι τα μάτια -ε νώ υποτίθεται ότι ο προβλεπέ τρόπος είναι το φρύδι να απέχει δυο οριζόντια δάχτυλα απ' το εθνόσημο (βλ. φωτογραφίες του Παπαϊωάννου κ.α.).
Οι ναύτες έβαζαν ασίκικα την ασπιρίνη ανάριχτα στο κούτελο και με το φιόγκο μπρος, (όπερ απαγορευμένο) να φαίνονται οι αφέλειες, όμοια όπως οι κουτσαβοι προ αιώνος, ενώ σήμερα εκτός αυτού, κακοποιούν το εσωτερικό κυκλικό χαρτόνι-έλασμα και τη φορούν τσακισμένη σαν κακοτορνεμένη τάπα.
Δεν είναι περιττό ν’ αναφερθούν σχετικά:
Η εσκεμμένη παραποίηση στολής (στρατιωτικό πειθαρχικό αδίκημα) όπως π.χ. μπλάνκο στο τζόκεϊ με τους μήνες (και τηλεκάρτα από μέσα για να στέκεται το εθνόσημο) ή σκίσιμο στο πίσω μέρος του = παλιός / διακόσμηση αρβύλων στο πίσω μέρος / ξηλώματα τσέπης - κουμπιών / στολισμός των γκετόζωνων με δίστιχα - χουλιγκάνικα - τόπους καταγωγής κ.λπ. / πλύσιμο με χλωρίνη της στολής αγγαρείας (για να «παλιώσει») / αλλοπρόσαλλη ένδυση (π.χ. αγγαρείας με σαγιονάρες / χειμερινή μπελαμάνα με άσπρο παντελόνι / γκετόζωνο με αγγαρείας / τζόκεϊ με στολάρα κ.λπ.).
Η επιδεικτική και πολλές φορές (αυτοκαταστροφική) αψήφηση των κανόνων πειθαρχίας π.χ. λούφα / κοπάνες / γκραφίτι / αξουρισιά / κλάσιμο εντολών / τσαμπουκάς / χάραγμα διστίχων - ύβρεων στα σκεύη - όπλα / τσούρνεμα στρατιωτικού υλικού κ.λπ. και
Η «μετάφραση» των επισήμων ψευτο-καθαρευουσιάνικων στρατιωτικών όρων σε αργκό, (π.χ. λουκάνικο αντί για «ναυτικός σάκκος» ή «σάκκος εκστρατείας», τηλεόραση=τσάντα ώμου στο ναυτικό-αεροπορία, αρχιπιστολέρο αντί Αρχιεπιστολέας, παρφέ αντί Α.Φ.Ε.=Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου, κουφές αντί Κ/Φ=Κανονιοφόροι, παντόφλα αντί αποβατικό κ.λπ.).
Άπαντα στα οποία υποπίπτουν τα φανταράκια, από τότε που φτιάχτηκε ο (τακτικός) στρατός (δηλ. τουλάχιστον από τους Σουμέριους!), πράγμα που φανερώνει τη γνώμη τους για την ομοιομορφία του στρατεύματος...
(Γιαγιά):
-Φάει παιδάκι μ’ το φαΐ σ’, να μεγαλώεις, να γένεις άντρας, να πας φαντάρους, να φουράς του ταψί, να συ καμαρώνου...
(Παιδί):
-Πάλι μπάμιες;