Ολόκληρη η έκφραση είναι «θα σου δώσω μία, θα γράψεις δέκα κάσα».

Σημαίνει ότι θα φας μια γροθιά τόσο δυνατή που θα γράψεις δέκα κάσα.

Το δέκα κάσα αναφέρεται στη βαθμολογία που γράφει κάποιος στη πρέφα. Τα δέκα κάσα τα γράφει όταν χάνει και χρεώνεται με αυτά.

Πρόσεξε πώς μου μιλάς γιατί θα σου δώσω μία και θα γράψεις δέκα κάσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σα να λέμε φτυσ' τα μπούτια σου, πού πα ρε Καραμήτρο κ.ο.κ. Θυμίζει λίγο από σενάριο ξανθοπουλέικο κι άμα το καλοσκεφτείς, τον καιρό που φορμαρίστηκε η έκφραση, που οι δάσκαλοι πληρώνονταν τρεις κι εξήντα, χωρίς μαύρα λεφτά και ιδιαίτερα, λογικά με καμιά φτωχιά θα στήνανε τσαρδί.

Ο χρήστης -συνήθως ταβλαδόρος- είναι φουλ έξτρα κάργα ειρωνικός απέναντι στον δέκτη που δε λέει να καταλάβει ότι το παίγνιο ή και η παρτίς η ίδια εχάθη κι αυτός εξακολουθεί να παθιάζεται και να ζητάει ζάρι.

Επιβάλλεται επίσκεψη στο Νέο Μοναστήρι για να τα ακούσεις απ’ την πηγή και ειδικά από τους Πρόσφυγες Ανατολικής Ρωμυλίας.

- Έλα μια μαύρες (εξάρες, όλα μαύρα) ρε κωλόζαρο... μας ξέσκισες σήμερα!
- Τι τς θες; χαμένο το ’χεις...
- Έτσι, για να γυρίσει λιγούλι και να σε μάθω τάβλι..
- Κι ένας δάσκαλος θυμάσαι τι έκανε... αγάπησε μια φτωχιά...
- Καλάαααα...
-. ..και την πήρε. Φάνη στο 'χω ξαναπεί: άσ' το τάβλι για τους πελάτες και πιάσε δυο ουζάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ετυμολογικά δεν συνδέεται με τον Μέλβιν Τσίτουμ, αν και η εμφάνιση του τελευταίου στο ελληνικό μπάσκετ έδωσε σαφή ωθηση στην λέξη.

Στην ορίγκιναλ εκδοχή του, όπως και το τσου ρε, συνοδεύεται από επίθεση προς την περιοχή των γεννητικών οργάνων με μία ιδιαίτερη χειρονομία: δείκτης και αντίχειρας ενωμένοι, τα υπόλοιπα δάχτυλα μαζεμένα, όπως στη χειρονομία για τα γκαφρά, αλλά χωρίς τριβή των δακτύλων.

Πρόκειται για παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο είτε όντως προσπαθείς να βλάψεις την οικογένεια του άλλου, είτε απλά να τον κάνεις να σκιαχτεί (no fear = δε σκιάζομαι είχα δει σε τοίχο) με σαφή την πρόθεσή σου να μην τον χτυπήσεις. Ενίοτε, βέβαια, το παιχνίδι καταλήγει σε γαλλικό μυθιστόρημα του 19ου.

Όταν δεν συνοδεύεται από την χειρονομία, όπως συμβαίνει μετά το πέρας της λυκειακής περιόδου, αποτελεί έκφραση κατάφωρης ειρωνείας ως αντίδραση στα άρτι ρηθέντα και συνοδεύεται σχεδόν πάντα από το ρε. Εναλλακτικά, σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να κλίνουμε την κεφαλή απειλητικά, προσποιούμενοι κεφαλιά.

Αυτονομημένο είναι ισοδύναμο με το τσου ρε Λάκη, αλλά δεν απευθύνεται σε κανέναν Λάκη, όπως και το ίσα ρε.

Λεγόταν τα ενενήνταζ στη λευκάδα, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα.

Παράρτημα προφοράς κατά τα κλασσικά στο κάνε.

- πάω 'α χωθώ σ' Στέησ'.
- Τσίτου ρε, έ'εις δει τ' κεφάλ' κ'βαλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified