Further tags

Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.

-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ζητώ εξηγήσεις ή ενώ είμαι υποχρεωμένος ή υπόλογος, προβάλλω απαιτήσεις ή κατηγορώ.

- Με τράκαρες από πίσω, σου είπα θα κάνω φιλική δήλωση και ζητάς και τα ρέστα από πάνω ρε μαλάκα;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολεμική τέχνη που χρησιμοποιείται κυρίως από αυτούς που νομίζουν οτι μπορούν να παλέψουν. Χρησιμοποιείται κυρίως από Έλληνες.

Βλ. και ταβερνόξυλο.

Αυτός ξέρει βαράτε, ζίου μήτσου και άλλες πολεμικές λέξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν τα καταφέρνω.

Πάει κάποιος να προλάβει το τρένο, αλλά η πόρτα κλείνει και μένει απ' έξω. Αυτός έφαγε άκυρο.

Δες ακόμη: άκυρο, ρίχνω άκυρο, και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζή έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του '80. Το «Στ' αρχίδια μας κι εμάς» παρουσιάζεται εδώ σαν να ήταν στίχος με την υπογραφή του ποιητή Κωστή Παλαμά. Παρόλο που δείχνει να κάνει συμπτωματικά ομοιοκαταληξία το όνομά του, μάλλον δεν είναι απολύτως τυχαία η επιλογή «εθνικού» ποιητή για τον... εθνικό αυτόν στίχο.

- Αν το κάνεις αυτό θα σου πούνε ότι είσαι μαλάκας...
- «Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς»...

βλ. και *X/ΜΟΥ, *x/m, στ' αρχίδια μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακρωνύμιο της πρότασης "πίπα-κώλο χωρίς ανάσα". Χρησιμοποιείται είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, εννοώντας έντονη δυσφορία και δυσκολία.

Σχετικά: πίπα-κώλο

-Πω ρε τι έβαλε ο παλαβός; Θέματα ήταν αυτά; Μας πήγε ομαδικώς ΠΙΚΩΧΑ...

Got a better definition? Add it!

Published

Μάγκικος τρόπος έκφρασης. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την βόλτα που κάνουν τα αλάνια σε πλατείες και γενικά μέρη με πολύ κόσμο για να κοζάρουν τι παίζει από γκόμενες, κλαμπάκια κι άλλες εναλλακτικές λύσεις αποφυγής του σάπινγκ.

Προέρχεται από το αμερικάνικο «check it out» με γάματα ελληνική προφορά.

-Τι λέει ρε μουτσούνια; Την κλάνουμε για Εξάρχεια;
-Άραγκον ρε μάπα! Τώρα πάνε ο Μίνος με τον έτσι λετόνι να κάνουν το τσεκερά! Κοζέρνουμε τι θα μας πούνε και φεύγουμε στο ρόφτε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της έκφρασης «την κάνω» με την έννοια φεύγω, σπάω, παίρνω τον λοπού, την κανά κ.λπ. Χρησιμοποιείται μόνο στο πρώτο πρόσωπο (ενικό και πληθυντικό). Απλά, όπως κι οι παρόμοιες εκφράσεις, είναι πιο cool τρόπος να πεις ότι φεύγεις.

- Άντε μάγκες, θα την κλάσουμε; Σιχάθηκα εδώ πέρα! Κάθε μέρα το ίδιο μέρος δεν λέει!
- Αρντάν ρε Λέλο! Μας τα 'κανες τσουρέκια! Άμα δεν γουστάρεις πήγαινε με τον Ευγένιο, θα πάρει ταρίφα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ παλιά έκφραση, συνήθως την ακούμε από τους παππούδες ή τους γονείς. Σημαίνει βασανίζω, τυραννώ, δυσκολεύω τη ζωή κάποιου.

-Χρήστο παιδί μου, τι θα γίνει επιτέλους; Θα βγεις ποτέ από την τουαλέτα; Μία ώρα περιμένω! Αμάν, μου' χεις κάνει τη ζωή πατίνι!
-Τώρα μπαμπά βγαίνω. (ΦΛΛΑΠ!ΦΛΛΟΥΠ!)-ήχος από καζανάκι-

Got a better definition? Add it!

Published

Αλεμάο κάργα, τα ξύνω, αράζω, με όλα όσα αυτό περιλαμβάνει. Το λέμε όταν συναντάμε στον δρόμο κάποιον γνωστό μετά από πολύ καιρό.

- Τι λέει κορίτσια; Πού έχετε χαθεί τόσο καιρό; Σάπινγκ;
- Άσε ρε Λιάκο! Το λούζουμε κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified