Further tags

Απειλή, η οποία αναφέρεται στην σεξουαλική κακοποίηση άνω των δύο (2) ατόμων. Άμυνα απέναντι σε οργανωμένη ομάδα συνομιλητών, η οποία διαφωνεί μαζί μας. Καλαμάκι θεωρείται το πέος και κομματάκια κρέας οι κώλοι των συνομιλητών.

Ουδεμία σχέση με τη φράση «αγοράζω σουβλάκι».

- Πάρε Γιώργο και Νίκο και ελάτε από το σπίτι μου!
- Λέγαμε να αράξουμε απο το δικό μου...
- Έτσι και με κρεμάσετε θα σας πάρω σουβλάκι, ρε!

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν βλέπω μπροστά μου. Χρειάζομαι γυαλιά. Φράση τουρκικής καταγωγής δηλούσα την κότα (tavuk = ταούκ) που στο χιόνι χάνει παντελώς την αίσθηση του προσανατολισμού και ζαλίζεται.

  1. - Ρε Μάκη πού έβαλες ρε το τελεκομάντερ;
    - Καλά, ρε... εδώ στο τραπεζάκι απάνω... Ταουκαρασού έχεις;

  2. Πού πας με κόκκινο ρε μάπαααα... Θα μας σκοτώσεις... Ταουκαρασού έχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενθουσιαζομαι με κάτι υπερβολικά. Η χαρά μου είναι πρακτικά ακράτητη.

- Το δες το νεο Mac Book air, Μάκη; Γαμάτο;

- Τι να σε πω ρε Μηνά.. αφού με ξες... Με αυτές τις γκατζετιές δεν χέζω και τα βρακιά μου.

Πού πας ρε Καραμήτρο να πηδήξεις, αφού δεν το σηκώνει ο οργανισμός σου. (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. (ενν. μαλακία): αυνανίζομαι (για άντρες). Συνώνυμα: τραβάω, τον παίζω

  2. Σε φράσεις του τύπου βαράω + ουσιαστικό: κάτι που με αφορά πλησιάζει σε (άσχημο) τέλος. Συνώνυμα: πάω / κοντεύω για, χτυπάω

  1. Πω ρε μαλάκα, είχα να βαρέσω μια βδομάδα και άσπρισα τους τοίχους μιλάμε σήμερα...

  2. - Αλήθεια, πώς πάν τα παιδιά με το μαγαζί; - Πώς να πάνε... Από τότε που τα τίναξε το αφεντικό, τους πήρε η κάτω βόλτα. Τους βλέπω να βαράνε διάλυση όπου νά 'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακμή, ξεπεσμός, πτώση. Συνήθως στη φράση παίρνω την κάτω βόλτα.

Τώρα τελευταία όμως έχω παρατηρήσει ότι η Γαρμπή έχει πάρει τελείως όμως την κάτω βόλτα και δεν ξέρω γιατί. Τα τελευταία της cd δεν κάνουν τις τρελές πωλήσεις που κάναν κάποτε. (από το διαδίκτυο)

Παρακμή, ξεπεσμός, πτώση. (από patsis, 26/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ψέυτικο κλάμα, το προσποιητό, που ναι μεν ο «ηθοποιός» κλαίει και δακρύζει αληθινά, μέσα του όμως ξέρει πως έχει άδικο και το κάνει για να συγκινήσει το άλλο άτομο και να του συγχωρέσει τα όποια λάθη η φταιξίματα.

-... και όταν είπα στη Μαρία οτι τη χωρίζω γιατί με απάτησε με τον ταχυδρόμο, εκείνη έπεσε στα πόδια μου και έκλαιγε και μου έλεγε πως μόνο εμένα αγαπά και δε θα ξανακάνει κάτι τέτοιο.. -Φίλε μην την ακούς και μη δίνεις σημασία στα κροκοδείλια δάκρυά της. Αν σε πλήγωσε τώρα, θα σε ξαναπληγώσει και στο μέλλον...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Στη φράση τα χαλάω με κάποιον: παύω τη σχέση μου (ερωτική, επαγγελματική) με κάποιον. Αντώνυμο: τα φτιάχνω.

  2. Στεναχωρώ. Ειδικότερα στην παθητική φωνή, χαλιέμαι: επηρεάζομαι αρνητικά απο ποτό/ουσίες. Δες και δεν σε χάλασε (καθόλου).

  3. Σκοτώνω (αργκό που μαθαίνουμε από παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο).

1.- Καλά ρε μαλάκα, τα χάλασες με την Πιπίτσα;
- Ε δεν πήγαινε άλλο με το μπίρι-μπίρι της. Σαν να τά 'χα με τη θειά μου ήταν.

  1. ΚΟΥΛΗΣ (παίρνει τον γάρο, τραβάει μια τζούρα, μιλάει μέσα απ'τον καπνό): Εγώ πάντως ρε σεις, ειλικρινά, χαλάστηκα πολύ που πέθαν' ο Χριστόδουλος να 'ούμε...
    ΤΟΥΛΗΣ: Σ' το 'πα ρε ζοβιόλη, κόφτο να 'ούμε... Αφού σε χαλάει, δεν το βλέπεις...;

  2. Πού πας μονάχος σου ωρε Παναή; Θα σε χαλάσουνε!

(από poniroskylo, 18/04/08)(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι χάλια. Επίσης λέμε και γίνομαι κωλοτρυπίδια.
1. λερώνομαι
2. τσακώνομαι
3. σμπαραλιάζομαι ψυχικά
4. μεθάω

  1. Χθες που έριξε νεροποντή δεν είχα ομπρέλα μαζί μου και έγινα κώλος.

  2. Τσακωθήκαμε άσχημα, γίναμε κώλος.

  3. Αρκεί μια κουβέντα της και γίνομαι κώλος / κωλοτρυπίδια...

  4. Χθες ο Μπάμπης χώρισε και το βράδυ πήγε και τα ήπιε και έγινε κώλος / κωλοτρυπίδια...

Got a better definition? Add it!

Published

Τα χρειάζομαι.

Ήταν πολύ γερό το τρακάρισμα... Τα είδα όλα... Ευτυχώς τελικά δεν έπαθα τίποτα...

(από jesus, 08/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάω τα νεύρα.

Ήρθε να μου σπάσει το καυλί με τις μαλακίες της και έφυγε χαρούμενη λες και δεν τρέχει τίποτα. Τι να πω, με αυτή τη γυναίκα τα έχω χάσει τελείως...

Δες επίσης και σπάστης, σπασαρχίδης,o, σπασικαύλιος / σπασικάβλιος, ο,

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified