Ανήκει στο ιδίωμα της πολυσυντροφικότητας και αποδίδει στα ελληνικά την αγγλική λέξη compersion. Ειναι το να χαίρεσαι με τη χαρά που βιώνει και απολαμβάνει ο/η σύντροφός σου στο πλαίσιο μιας άλλης σχέσης πέρα από τη δική σας. (Δες).

Ο Γιώργος είναι πολύ κουλ τύπος και είναι εντάξει με τη συναπόλαυση, πράγμα που βοηθά πολύ στην ανοικτή μας σχέση.

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.

Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ανήκει στο ιδίωμα της πολυσυντροφικότητας και είναι το μέλος μιας πολυσυντροφικής σχέσης με το οποίο δεν κάνεις σεξ, αλλά κάνει σεξ ο/η σύντροφός σου. Αποδίδεται στα ελληνικά ως μετασύντροφος.

Το μεταμούρ μου είναι μαέστρος κλασικής μουσικής και μου στέλνει συχνά Μπαχ στο ίνμποξ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ανήκει στο ιδίωμα της πολυσυντροφικότητας. Σε μια πολυσυντροφική σχέση, μετασύντροφος ονομάζεται το άτομο με το οποίο σχετίζεται συναισθηματικά ο/η σύντροφός σου, αλλά όχι και εσύ.

Έχω σχέση με έναν άνθρωπο, ο οποίος σχετίζεται και με έναν άλλο άνθρωπο, ο οποίος, με τη σειρά του, σχετίζεται και με άλλο άνθρωπο. Αυτή είναι η μοναδική μου σχέση προς το παρόν, αλλά έχω ερωτικές επαφές και εκτός αυτής και όταν είναι να βγω ένα ραντεβού, θα το συζητήσω με τον σύντροφό μου. Αυτή την περίοδο, η δική μου εμπειρία στην πολυσυντροφικότητα είναι ως μετασύντροφος, γνωρίζοντας δηλαδή όλα τα άλλα άτομα που περιλαμβάνει το σχεσιακό πλαίσιο. Δεν προσεγγίζουμε την πολυσυντροφικότητα με ιεραρχία, καθώς θέλουμε ισορροπία στις σχέσεις μας, αλλά θέλει δουλειά για να μη βάλεις τον έναν σύντροφο πάνω από τον άλλο, επειδή ακριβώς αυτή είναι η τάση μας κοινωνικά. Με τον σύντροφό μου ήμασταν της ίδιας λογικής – είχαμε δυσκολευτεί με κάποια μονογαμικά κομμάτια, είχαμε πειραματιστεί και οι δυο μας στο παρελθόν με ανοιχτές σχέσεις και όταν γνωριστήκαμε και αποφασίσαμε να είμαστε μαζί σε σχέση, είπαμε να το πάμε εξ αρχής πολυσυντροφικά. (Καθημερινή).

Got a better definition? Add it!

Published