1. Συνομοταξία ανθρώπων της φυλής των Ρομά (αλλιώς απλά τσιγγάνος).

  2. Ο τελείως ξεφτίλας άνθρωπος, ο βρωμιάρης, ο τσιγγούνης, ο άνθρωπος χωρίς τρόπους κλπ.

Εμφανίζεται συχνά και ως γύφτουλας.

- Πάλι στην τράκα την έβγαλε ε; - Αφού είναι γνωστός γύφτος!!

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετίζεται με τον ορισμό «γύφτος», αλλά δείχνει μια εντονότερη προσβολή προς το πρόσωπο του αναφερόμενου.

- Δεν πάει άλλο με τις τράκες του, τα έχει ξεφτιλίσει όλα-
- Αφού τον ξέρεις τι παλιόγυφτας είναι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για την αμερικάνικη ντίσκο των '70's.

- Πάλι Boney M έβαλε; Αμάν πια με την γυφτοντίσκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του ΠΑΟΚ.

-Με ποιους παίζουμε το Σάββατο;
-Με τους Τουρκόγυφτους στην Τούμπα.

Βλ. και Βούλγαρος, γύφτοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευρωπαίος αθίγγανος, ο γύφτος γενικά.

Κέρασε την παρέα μας ποτά και κάθισε μαζί μας. Όταν όμως άνοιξε το στόμα του καταλάβαμε ότι δεν ήταν έλληνας. Ήταν τσιγκανέιρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ντύνεται με γραβάτα-κοστούμι αλλά είναι ή εντελώς άσχετα και παράταιρα το παντελόνι με το σακάκι ή τη γραβάτα ή το πουκάμισο, ή είναι πολύ παλιάς μόδας, και γενικά τον φοράει το ρούχο και δεν το φοράει. Είναι ο τύπος που φοράει κουστούμι για να πάει στο σκυλάδικο και να το παίξει κάποιος ενώ στην καθημερινότητα ντύνεται με ό,τι βρει. Αυτός που προσπαθεί να το παίξει κυριλέ.

Ο Χ είναι γυφτοκυριλές, πάει στα μπαράκια με κολλημμένο μαλλί, κουστουμιά και άσπρη καλτσούλα και νομίζει ότι κάποιος έγινε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των στρατιωτών το κοτόπουλο με πατάτες, όπου πούστης φυσικά το κοτόπουλο και όπου γύφτος οι πατάτες.

- Τι έχει σήμερα το μενού ρε σειρά;
- Τι θες να έχει ρε ψαρά; Παρασκευή είναι, πούστη με γύφτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύφτους αποκαλούν τους Παοκτζήδες οι οπαδοί του Άρη για να δείξουν ότι τους θεωρούν κοινωνικά κατώτερους και άξεστους. Ιστορικά στη Θεσσαλονίκη ο ΠΑΟΚ ήταν η ομάδα των προσφύγων και των λαϊκών στρωμάτων ενώ τον Άρη υποστήριζαν ντόπιοι και, σε γενικές γραμμές, η αστική τάξη της πόλης.

Απαντάται και ο τύπος «ο γύφτος» - πάντα με άρθρο. Σημαίνει το σωματείο και την ομάδα του ΠΑΟΚ, π.χ. Πάλι με τον γύφτο κληρωθήκαμε στο κύπελλο. Χρησιμοποιείται όπως τα ανάλογα «ο γαύρος» και «ο βάζελος».

Ένα από τα συνθήματα που φωνάζουν οι Αρειανοί είναι:

Είναι πουτάνα, είναι μεγάλη πουτάνα
του κάθε γύφτου η μάνα.

Και οι Παοκτζήδες συχνά απαντούν:

Έρχεται, έρχεται όλη η γυφτιά,
τις μάνες σας γαμάει οθωμανικά.

Η αναφορά στο οθωμανικό γαμήσι λαμβάνει υπόψη ότι οι Αρειανοί επίσης αποκαλούν τους Παοκτζήδες «τούρκους» και «μωαμεθανούς».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος.

- Μάγκες δεν έρχομαι στην συναυλία. Δεν έχω χρήμα.
- Τι δεν έχεις χρήμα ρε τσιγκανόπουστα; 5 ευρώ στοιχίζει το εισιτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified