Δεν πρόκειται βέβαια για κάποια συγκεκριμένη ώρα κατά την οποία προτιμά να συνουσιάζεται η συμπαθής φυλή των Ρομά, αλλά για "εξυπνακίστικη", "πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι ώρα είναι;".

Για να εντυπωσιάσουμε το συνομιλητή μας, ή πολύ απλά επειδή δεν έχουμε ρολόι. Βλέπε και η ώρα που γαμούν οι σκύλοι.

- Πρέπει να έχουμε αργήσει, τι ώρα λες νά 'ναι;
- Η ώρα που γαμιούνται οι γύφτοι! Που θες να ξέρω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι πολύ γύφτουλας, που να τον πεις απλώς γύφτο δεν φτάνει.

Προσοχή στα πορτοφόλια σας γιατί κυκλοφορούν και τσιγγανόγυφτοι!

(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που διασώζει και χρησιμοποιεί αρκετά στο ιδίωμά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πλην ψιλολέγεται και μέχρι σήμερα. Σημαίνει το γύφτικο εικόνισμα, και κατ' επέκταση (σύμφωνα με τα ρατσιστικά στερεότυπα) άνθρωπο (στον Παπαδιαμάντη κυρίως κοπέλα) μαυριδερό και άσχημο, ή οποιονδήποτε άνθρωπο ή πράγμα περιφέρουν εν είδει λιτανείας ως κάτι σημαντικό, ενώ πρόκειται για κάτι εξαιρετικά ευτελές.

  1. Σε μια σύγχρονη εποχή, που το λιγότερο όλοι γυρίζουν με ένα κινητό στην κωλότσεπη, που η τοπική τηλεόραση εκπέμπει ζωντανά, μέσω διαδικτύου, σε όλη τη γη, που τα Bluetooth και τα delivery είναι σε ημερήσια διάταξη, που η αντιπαράθεση λέγεται debate και είναι προσιτή για σύγκριση σε κάθε πολίτη, κάποιοι επιμένουν να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και να σταυρώνουν τον κόσμο για το σταυρό. Γιατί μη μου πει κανείς, ότι πάνε να πείσουν οικογένειες να ψηφίσουν από εδώ και όχι από εκεί; Άλλωστε δεν θα διέθεταν το χρόνο για να φέρουν ψηφοδέλτια παρά μόνο, κοιτάνε την πάρτη τους… Είναι όμως εντελώς γελοίο, να μην ξέρεις που πέφτει το σπίτι του τάδε συμπολίτη και να σε κουβαλάνε σα γυφτοκόνισμα, οι επιτήδειοι που κάνουν βεραμέντε ψυχικό γιατί έχουν γνωριμίες και άκρες… (Εδώ).

  2. Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Την μίαν την ωνόμαζον. . .. ποδαρούσα, την άλλην εφταλουτρού, την άλλην γυφτοκόνισμα, την άλλην αναρούσα, [ξωτικό] την άλλην μαυροτσούκαλο, παλαβομανίτα. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Μάνα και Κόρη» (1914 η μετά θάνατον πρώτη δημοσίευση) εδώ).

  3. -Κείνο το γυφτοκόνισμα, το κουνέτο, το ξόγανο... κείνο το ανείδεο, το ξωθικό, παιδάκι μου... τον έκαμε το γυιό μου μπε κί ο... Ακουσ' εμένα που σ' λέω... τον έκαμε μπε κί ο! (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Τα δυο κούτσουρα» (1904) εδώ).

  4. Ήτο η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, με μάυρα όμματα, με λευκόν μανδήλιον περί την κεφαλήν, την οποίαν προ δύο ετών, όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νύχτα» (1892) εδώ).

  5. Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; (Από το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Γυφτοπούλα»εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ακραίος γύφτουλας, δηλαδή (κατά την γνωστή ρατσιστική αντίληψη) ο αγενής, άξεστος, χωρίς τρόπους, που συμπεριφέρεται κατά το καυλούν χωρίς να έχει εσωτερικεύσει κανένα κανόνα.

Στο Δ.Π. υπό gizaha

  1. se ena tragoudi pou aresei se esena na doume tha s'aresei na erxete o kathe giftarmas kai na vrizei olous tous allous apo katw; (Εδώ).

  2. Τόσο σότο ούτε γυφταρμάς που πουλάει κλεμμένο κινητό ή Rayban γυαλικό στην Πατησίων. (Εδώ).

  3. Στο θεό σου όταν σου 'ρθει δεν την αμολάς
    Ανθρώπινο δεν είναι μου λέει «Ε, είσαι γυφταρμάς»
    Ρεύομαι καυγάς «Μωρή, ξεκόλλα
    Στην Κίνα αν δε ρευτείς το θεωρούν προσβόλα.
    (Από το άζμα Αντρικές Γουρουνιές των Ημισκουμπρίων)

Στο 1.35. (από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για κάθε λογής λεβεντομαλάκα με αξιώσεις.

Το λήμμαν έχει σαφείς ρατσιστικές γκαταβολές, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως για να στιγματίσει συμπεριφορές πομπώδους μικροπρέπειας και ξεφτίλας, ασχέτως φυλής, θρησκείας, φύλου, και ταλιμπάν.

Βλ. επίσης: γύφτουλας, βλαχοδήμαρχος, μπαστου(ρ)νόβλαχος.

1. Χατζηδάκης, παρθένος νεοφιλελεύθεροος. Βρούτσης, κυκλαδίτης γυφτοπρόξενος. Κεδίκογλου, ωραιοπαθής, Πεταλωτής ο Β΄. Πιπιλή, (γάμησέ τα).

2. Σε καίνε όλα αυτά που έγραψα για τις παρανομίες που κάνουν, όχι όλοι οι ποδηλάτες του κόσμου, αλλά οι συγκεκριμένοι χωρίς καμιά παδεία και οδική συμπεριφορά ελληναράδες, κάφροι και γυφτοπρόξενοι, κατεβασμένοι απ'τα βουνά «ποδηλάτες» της Γκατζολούπολης που πήρανε ένα ποδήλατο για να το παίξουνε κάποιοι ή απλά γιατί έγινε της μόδας!

3. Τσαντιρομεσιτης γυφτοπροξενος κ φανατικος συριζα

4. Κάποτε, ζούσε σε κάποια πλάτη, ψηλά σε ένα κώλο, ένα μικρό μικρό τράιμπαλ ξεκωλόσημο....το τράιμπαλ ήταν μικρό ασθενικό και λίγο φυλακόβιο, αλλά η ιδιοκτήτριά του το αγαπούσε, το αγαπούσε πολύ, και, το τάιζε, και σιγά σιγά τοπ ξεκωλόσημο έγινε ξεκωλοσέντονο, γινε ξεκωλοταπετσαρία. Η ξεκωλοταπετσαρία εξαπλωνόταν με εκθετική πρόοδο στους κώλους κι’ άλλων γυναικών. Αρχικά σαν εμφανίστηκε σαν αθώο τραϊμπαλ κωλαράκι στο διάβα του. Τρομοκράτες; Αρμαγεδδών; Τα εξαγριωμένα πλήθη λεβενονοικοκυραίων με πυρσούς και τσουγκράνες άρχισαν να στήνουν αυτοσχέδιες αγχόνες σε κάθε γωνιά. Πρωτοστατες σ' αυτη την τρελη επιδημια εγκληματικοτητας εις βαρος αθωων κατα τ' αλλα ξεκωλων, ηταν μια ομαδα απο εξαγριωμενες γιαγιουμπες συνεπικουρουμενες απο διαφορες μπαζολες και τους ευνουχισμενους φλωροκουπες γιους και συζυγους τους. Η συνοχη του κοινωνικου ιστου ειχε πλεον διαταραχθει ριζικα και, ακομα χειροτερα, ολες μα ολες οι αξιαγαμητες γκομενες το κλειδωσαν με αποτελεσμα το ασπρισμα των τοιχων σε ολη την επικρατεια μέχρι που ο άσσος σπαθί έβαλε υποψηφιότητα για γενικός γυφτοπρόξενος. το ασυμβίβαστο της ιδιότητας αυτής με το επάγγελμά του ως ποντικομαμή προκάλεσε χάος στο βασίλειο, αφού δεν υπήρχε πλέον κάποιος που να φυλακίζει το σκόρο. το άβα περλέ εξαντλήθηκε κ πωλείται μόνον στη μαύρη αγορά έναντι της σοφοκλέους και τα κωλόμπαρα δεν έχουν τί να σερβίρουν μαζί με τα φιστίκια κ όλα τα παρελκόμενα. κ ζήσαν αυτοί καλά, κ μεις τη ρόκα μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται ανάμεσα στους άνδρες, ως επί το πλείστον, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει και ορισμένες περιπτώσεις γυναικών.

Ως μεγυφτάνα λοιπόν χαρακτηρίζουμε τον τύπο του ανθρώπου που, στην απεγνωσμένη προσπάθεια του να ξεχωρίσει στο πλήθος και να εντυπωσιάσει τους πάντες γύρω του, ντύνεται τόσο εκκεντρικά που κάνει το Μιλάνο να πενθεί και φέρεται τόσο εξεζητημένα που θυμίζει έντονα τον Βασιλιά Ταμτάκο! Χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι τα άπειρα καράτια χρυσού πάνω του, το αυτοκίνητο που θυμίζει έντονα το Enterprise, το Dolce & Banana ντύσιμο, το βλαρχοντικό του στυλ και γενικότερα η πλήρης απώλεια αίσθησης της υπερβολής.

- Το είδες το καινούριο Rolex του Κώστα; Φυσάει!
- Μπα, μου θέλει και Rolex ο μεγυφτάνας;! Φόλεξ είναι, ρε χαζέ, σε λίγο θα βγάλει ουρά και θα σκαρφαλώσει στο δέντρο!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγυφτάνα, τώρα και σε οικογενειακή συσκευασία για μεγαλύτερη οικονομία! (από Tsatsaras the Pimp, 09/04/11)το κλασικό βίδεο με το νιπσλίπ της Αννούλας (από johnblack, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από το ότι ορίζει έναν χαρακτήρα ανθρώπου, τον γύφτουλα (βλ. έτερο ορισμό) έχει και πιο ειδικές σημασίες:

  1. Στην στρατιωτική κωδικοποίηση των γευμάτων είναι οι πατάτες. Συνώνυμο: γερμανός. Βλ. και πούστης, κινέζος, ιταλός, σάκης ρουβάς, τούβλο. Προφανώς, επειδή οι αθίγγανοι πουλάνε πατάτες.

  2. Στην αθλητική αργκό είναι ο οπαδός του ΠΑΟΚ, βλ. κοινωνιολογική προσέγγιση στο γύφτοι.

  1. - Τι έχει σήμερα;
    - Πούστη με γύφτο.

  2. οι παοκτσηδες ειναι γυφτοι και τουρκοι. τα υπολοιπα ειναι γνωστα, ειπωθηκαν (Εδώ).

(από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δράσεις εκείνου του ατόμου που προσπαθεί να επιδεικνύεται με φθηνούς εντυπωσιασμούς αμφίβολης αισθητικής. Οι υπερμεγέθεις γούνες, τα ψεύτικα χρυσαφικά, η επιλογή λευκού χρώματος (π.χ στο αυτοκίνητο) είναι ενδείξεις μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Συνήθως αυτά τα άτομα δανείζονται ή φοράνε χρησιμοποιημένα ρούχα και τα παρουσιάζουν ως δικά τους.

- Μα καλά, λευκή Mercedes πήγε και πήρε; - Αφού είναι αρχοντόγυφτος.

(από chrismegas, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανάρμοστη πράξη ή συμπεριφορά που δεν συνάδει με όσα επιτάσσει το σαβουάρ βιβρ. Προφ επειδή οι γύφτοι δεν δίνουν δυάρα για λεπτές συμπεριφορές όπως η καθαριότητα, οι καλοί τρόποι, η τάξη, κλπ. Όλος ο χρόνος κλασική γυφτιά, πχ, είναι οι ανασκαφές με το τσαπόνυχο μπροστά σε κόσμο.

Γυφτιά όμως μπορεί να είναι και μια κακόγουστη ή υπερχλιδάτη παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ως γνωστόν οι γύφτοι που κάναν καλά λεφτά δουλεύοντας σκληρά ή απλά κλέβοντας (πράμα για το οποίο είναι περήφανοι -και μάλιστα στη Ρουμανία, αν θυμάμαι καλά από ντοκ. του BBC, υπάρχει και Μουσείο Κλοπής, μέσα στη μέση μιας συνοικίας δισεκατομμυριούχων ρομ που έχτισαν κιτσοπάλατα εκεί όπου ήταν οι τρώγλες τους), οι αθίγγανοι λοιπόν που έκαναν καλά λεφτά, έχουν εμμονή στην επίδειξη πλούτου, χωρίς όμως να έχουν αυτό που λέμε «γούστο» (αν και έχει γούστο πάντως και αυτό, κατ' εμέ).

Συν.: σαβούρα-βίβρ, αρχοντοβλαχιά.
Αντ.: ζαμπουνιά.

Ωσεκτουτού υπάρχει και ο χαρακτηρισμός γύφτος.

  1. (Πρωινό σε μπουφέ ξενοδοχείου. Ανοίγει το βαζάκι με την μαρμελάδα, το βάζει σαν ποτήρι στο στόμα, πίνει την μαρμελάδα)
    - Ρε μαλάκα, κόφ' τις γυφτιές επιτέλους, σε βλέπει όλος ο κόσμος!

  2. βλ. εδώ και εδω και εδω και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως απαντητικό-τελεσίδικο σε επαναλαμβανόμενες αγχωτικές ερωτήσεις τύπου «τι ώρα είναι» από ιδιαίτερα ψυχαναγκαστικούς τύπους, που δε βλέπουν την ώρα...

Χρησιμοποιείται δε και ως αποτροπιασμός προς τον ερωτώντα, εάν δεν είναι ευάρεστη (προς τον ερωτώμενο), η όψη του.

— Brain, τι ώρα είναι;
— Ώρα που γαμάν οι γύφτοι, Pinky...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified