Στα καλιαρντά είναι η αποτρίχωση, εκ των τζάζω (< džal, džala, džal-tar = φεύγω, αναχωρώ, απομακρύνομαι, πηγαίνω στη ρομανί) και προβιά.

Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή; - Ἄς τα, χρυσή μου, μπουτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή; - Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα. (Παράδειγμα του τιτανοτεράστιου Αἴαντος αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά μαγκίτικη έκφραση για το προφυλακτικό, την καπότα. Βλ. και φερετζές και κελεμπιοφόρος. Τη βρίσκω στον Ηλία Πετρόπουλο, αλλά δεν μπορώ να τη βρω στον γούγλη, όπως το φερετζές, μάλλον είναι παρωχημένη.

Φόρα την κελεμπία βρε αδερφέ να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο! Και τα δύο κεφάλια.

Λέγεται επίσης σκωπτικά για την περίπτωση που μια γυναίκα φορέσει ένα πολύ χύμα φόρεμα που πέφτει στο εντελώς τελείως χύμα. Ή για φούστες τύπου χριστιανόφουστα μέχρι τον αστράγαλο που δεν αφήνουν τίποτα να διαφανεί. Στην τελευταία περίπτωση μπορούμε να πούμε για ένα τρελό μωρό, ότι σε ανάβει ακόμη και με κελεμπία.

  1. Πώς έσκασε μύτη έτσι με αυτήν την κελεμπία; Είπαμε χιπστερίαση, αλλά όχι κι έτσι!
  2. Το μωρό είναι τόσο σέξι που και κελεμπία να φορέσει θα μας καυλώσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, καλιαρντός είναι ο κακός και ο άσχημος. Αντίθετο είναι το λατσός.

Απο εκεί βγαίνει και το ίδιο το όνομα των καλιαρντών!

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το γαλλικό gaillard (προφ. «γκαγιάγ») που σημαίνει «εύθυμος, αναιδής»

Βέβαια σημειωτέον ότι η λέξη gaillard σχετίζεται με το Αγγλικό gay (=εύθυμος) αλλά δεν ξέρουμε αν αποτελεί σύμπτωση. Αν είναι έτσι, καλιαρντός κανονικά σημαίνει «γκεϊδίστικος» και είναι ιδανική λέξη για να περιγράψει τη γλώσσα τους. Δεν ξέρουμε όμως ποια έννοια ήρθε από ποια (ακούω θεωρίες και γνώμες!)

τζους καλιαρντό γκουγκού!!

Γιάννης Λάτσης (Λατσός;) (από GATZMAN, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπιχλιμπίδι, το κρεματζόλι, το διακοσμητικό εξάρτημα στα καλιαρντά. Από το ιταλικό arlecchino.

Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, ο όγκος των γεννητικών οργάνων που διαφαίνεται μέσα από το εφαρμοστό εσώρουχο ή παντελόνι.

Ντικ τι μπαγκάζι άβελε το λατσότεκνο!

(από Khan, 21/07/13)(από Khan, 22/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το μπόντι που σημαίνει σώμα και το μεγεθυντικό καρα-, είναι η κορμάρα, η σωματάρα, ήτοι το γυμνασμένο λατσότεκνο στα καλιαρντά. Μοιάζει παρεμπίπταμπλυ και με το μποντέος / μπονταίος.

  1. «Η Σαλονίκη είναι καραμποντού, γεμάτη απ' το ερωτικότερο τρεμόζουμο». (Δήλωση του Ηλία Πετρόπουλου για την ερωτική πόλη αποκατέ).

  2. Η καραμποντού θέλει καραμποντού και όλα τα άλλα εγώ τα ακούω βερεσέ. Και καλά κάνει, δηλαδή, δεν το παρεξηγώ καθόλου. [...]
    Το κακό με τις καραμποντούδες, όμως, είναι που είναι και προκλητικές! Με τον πλέον φυσικό τρόπο, σου λένε ότι δήθεν σαβουριάζουν τα πάντα και ότι ποτέ μα ποτέ δεν πήραν στη ζωή τους ούτε μια πρωτεινη. Καλά τώρα… και όλοι εμείς, που έχει σιχαθεί η ψυχή μας το ψητό με τα λαχανικά και πάμε και στα γυμναστήρια, γιατί ντρεπόμαστε να βγούμε στις πλαζ; Που μια φορά πήγα στα βαθιά σε ένα νησί του Αιγαίου κι έκανα τον ξερό και να ‘σου έρχεται μια τουρκική ακταιωρός, κατεβαίνουν κάτι κομμάντα και μου έβαλαν μια σημαία στο κεφάλι! Με είχαν περάσει για βραχονησίδα. Των Ιμίων κόντεψε να γίνει! (Καραμποντούδες ή περί ματαιότητος).

  3. - Καλέ, εκείνη η τσαούσα που έρχεται τις Κυριακές και θέλει μιζ αν πλι η τσουράπω…που τα είχε με εκείνη την καραμποντού από το γυμναστήριο απέναντι.
    - Αααα, τώρα κατάλαβα. Αλλά δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαροτεκνό. (Αποκατέ).

  4. Λατσάβελες καραμποντού στο πρεζαντέ. (Από )

(από Khan, 12/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γοητευτικός κομψευόμενος άνδρας στα καλιαρντά.

Μπαίνω στο ίντερνετ και διαπιστώνω πως οι μισοί από τους τζιναβωτούς ζητάνε sadomazo παιχνίδια και ψάχνονται, επειδή ντρέπονται να τα αναζητήσουν στα φανερά. Κουλό έτσι;
Οι φίλες μου ανησυχούν για μένα και το θλιβερό είναι πως δεν σκέπτονται ποτέ ότι ο γκούρμπαντος, ήρεμος ευγενικός δανδής, που πίνει το ποτό του χαλαρά απέναντι τους στο bar, είναι ένας εν δυνάμει πολύ πιο επικίνδυνος τύπος, αφού ποτέ του δεν έχει εκφράσει την βία που το sex εμπεριέχει σαν έννοια στα φανερά. Αν δεν είναι αυτό κουλό... τότι τι είναι;

Γιατί του να είναι ο σκλάβος μου στα τέσσερα, με ένα φίμωτρο στο στόμα, τρώγοντας από ένα μπολάκι σκύλου, θεωρείται μεγαλύτερη υποβίβαση της αξιοπρεπείας, από τις ανυπόφορες ζήλιες ενός νταλκαρέτεκνου εραστή και από τα θλιβερά κλαψουρίσματα του στο τηλέφωνο μου την νύχτα και από την υποχρέωση μου να βγω απαραίτητα έξω μαζί του το Σαββατόβραδο ή να μη ξενοκοιτάξω ποτέ, γιατί ο καρα-vanillas μου θα πάθει ένα εγκεφαλικό ντελίριο μικροαστικής εμμηνόπαυσης; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι η πολύ χοντρή γυναίκα ή κίναιδος. Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει ως πιθανή ερμηνεία την εκδοχή ότι σημαίνει κάποια/ο που είναι τόσο χοντρή/ος ώστε όταν πεθάνει τον βλαστημούν οι νεκροπομποί- κοράκια που κουβαλούν το φέρετρο.

Σκάσε μωρή και κοιτάει κατά δω που από αρτίστα του βωβού σε βλέπω κορακοβλαστήμω στο Φαντάζιο! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.

  1. Θα πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο Παπανδρέου και θα του πω να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα που είχαμε στη Μασαχουσέτη. Για να μην ψάχνουμε για τα άλλα δύο μέλη, που μπορεί και να τα έχουν τινάξει, θα πάρουμε για μπασίστα τον Χρύσανθο Λαζαρίδη και για τραγουδιστή τον Σίμο Κεδίκογλου, που είναι πουροτεκνό και θα κάνει θραύση στις πενηντάρες. (Από το Κατὰ Πιτσιρίκον Ημερολόγιο του Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow 29, Μάιος 2014, σ. 35-36).

2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..

3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη

(από Khan, 22/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο μερικώς αποτριχωμένος ομοφυλόφιλος, αυτός λ.χ. που έχει κάνει κάποιο είδος αποτρίχωσης στην ηβική περιοχή, αλλά όχι σε όλο το σώμα του.

Εσύ στο μεταξύ αν περάσει καμιά μισογουνού, δεν ξέρω και τις προτιμήσεις σου, τσίμπα τη και πήγαινε βαρκάδα μπας και γίνει το μιράκλι. Άιντε και καλά να περάσεις. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published