Η άκομψη σε εμφάνιση και τρόπους γυναίκα, η άτσαλη, η άγαρμπη, η αδιάκριτη, η αγενής αλλά και (ή σε συνδυασμό με) παχύσαρκη, χοντρή, τόφαλος.

Από το θηλυκό του αγελαίου ζώου της Αφρικής βούβαλος, που συχνά εμφανίζεται σε σχετικά ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ γυναικών για τη... φίλη τους:
- Α τη βουβάλα, δεν φτάνει που 'γινε τόφαλος, μας έρχεται κι άπλυτη, καθυστερημένη και μας το παίζει και γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός άνθρωπος, πολύ υποτιμητικά.

Έχουμε ξίγκι = λίπος. Επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί μιλώντας για το τοπικό πάχος, συνήθως αυτό που προεξέχει των ρούχων και φανερώνεται.

Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, μόνο όμως αναφερόμενο στο τοπικό λίπος, όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση.

  1. - Πού πα ρε ξίγκι; Νόμιζες πως θα χωρέσεις κιόλας να περάσεις απο κει!

  2. - Δεν το ξαναβάζω αυτό το παντελόνι! Με σφίγγει στην περιφέρεια και πετάγονται όλα τα ξίγκια έξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κοντός, γυαλαμπούκας, αλλά κάνει μαγκιές και τρώει πάντα ξύλο.

- Ο ντολμάς ο Χρήστος πάλι πουλάει μαγκιά.
- Σε δυο λεπτά θα έρθει εδώ με ματωμένη μύτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified