Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified