Η γυναίκα που δεν έχει στήθος, η πλακοβύζα.
Ο Γιώργος; Άσε, από τότε που τα 'φτιαξε μ' αυτή την απλώστρα την Κατρίνα, τον έχουμε χάσει.
Η γυναίκα που δεν έχει στήθος, η πλακοβύζα.
Ο Γιώργος; Άσε, από τότε που τα 'φτιαξε μ' αυτή την απλώστρα την Κατρίνα, τον έχουμε χάσει.
Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, παντόφλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πολύ κοντός άνθρωπος. Το λέμε κυρίως για γκόμενα: Γκόμενα- μπρελόκ.
- Γκόμενα-μπρελόκ, ναι, αλλά πουτσομεζές!
Σχετικά: απολειφάδι, τάπα, πινέζα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η άβυζη γυναίκα που μοιάζει με αγόρι στην προεφηβική ηλικία. Χαρακτηρίζεται επίσης «τάβλα».
Το παίζει και σέξι, η παντόφλα!!
Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, απλώστρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα με το ανύπαρκτο στήθος.
- Βγήκες με την Μαρία;
- Ναι, καλά περάσαμε, αλλά ρε παιδί μου από στήθος τίποτα, εντελώς πλάκα..
Βλ. και παντόφλα, κόντρα πλακέ, απλώστρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η σύνθετη αυτή λέξη παράγεται εκ των λέξεων τσιμπούρι και βυζί.
Το τσιμπούρι είναι ένα μικρό έντομο της οικογένειας των παρασίτων που τοποθετεί στο στόμα του μόνιμα πάνω στο δέρμα του οργανισμού του σκύλου, του πρόβατου, του ανθρώπου, κλπ και τρέφεται με το αίμα του συγκεκριμένου οργανισμού.
Η τσιμπουροβύζα είναι η γυναίκα που διακρίνεται για το υπερβολικά μικρό έως ανύπαρκτο στήθος της και ονομάζεται έτσι λόγω των πολύ μικρών διαστάσεων που έχει το τσιμπούρι. Η σχεδον flat επιφάνειά της θυμίζει κατ' αναλογία μορφολογία εδάφους Αγγλίας (ανυπαρξία ορεινών όγκων).
Η τσιμπουροβύζα τέλος, λόγω του σχεδόν αμελητέου στήθους της, έχει μικρή θηλυκότητα, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών να μπορούσαν να αποκαλεστούν και ως: ουδέτερο pH
- Σου αρέσει το γκομενάκι που τραβάω τελευταία;
- Καλά κολλητέ... Πολύ τσιμπουροβύζα η δικιά σου.
- Μπα δεν με απασχολεί αυτό. Είναι ηφαίστειο!
- Ηφαίστειο με flat επιφάνεια; Δεν ξανακούστηκε. Βρε αν η γυναίκα δεν έχει πιασίματα... βράσε όρυζα.
- Ναι, ενώ η δικιά σου... σωστό θωρηκτό Ποτέμκιν.
Got a better definition? Add it!