Further tags

Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.

-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος της νεοελληνικής γραμματικής που υποδηλώνει το μεγάλο, ενίοτε δυσθεώρητο μέγεθος ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό προκειμένου για ευμεγέθη γυναικεία στήθη.

- Πω ρε φίλε! Την είδες αυτή με το ντεκολτέ κάτι πίμπες που είχε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερ-cool λέξη για τα γυαλιά ηλίου. Συνήθως για oakley, arnette και τέτοια...

-Μαν, κόζαρε τούμπανο τζαμικό που φέρμαρα!
-Oakley είναι ρε;! Καλά Γιωργάρα μέγκλα το κόβω!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν το πολυφορεμένο ρούχο έχει αρχίσει να αλλάζει δραματικά χρώμα και να φωνάζει: «Θέλω πλυντήριο! Θέλω πλυντήριο!» Συγγενές του «βρωμυλί».

Ρε Γιάννη, πλύν'το καμμιά φορά αυτό το πουκάμισο. Μπλε ήταν και πλυντηρί κατάντησε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε το γαμάτο, υπέροχο, που γαμεί μανούλες και τέτοια. Επίσης χρησιμοποιείται και για τις σέξι και όμορφες γυναίκες.

  1. - Πω μαλάκα, δες μηχανή. Kawasaki Zephyr μονταρισμένο στα 1300cc.
    - Μιλάμε για το απόλυτο τούμπανο.

  2. - Πω πω, τι τούμπανο είσαι εσύ μωρό μου!
    - Άει στο διάολο, βλαμμένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διχτυωτό καλσόν. Συνοδεύεται από εγκωμιαστικά σχόλια αν εφαρμόζει πάνω σε ανάλογα πόδια...

- Μιλάμε πίσω σου έχει κάτσει μια θεά με ένα μίνι, φοβερή! Φοράει και δίχτυ και το μισό μαγαζί κοιτάει τα πόδια της!

Cet objet podofrappé du désir !!! (από Khan, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη κιλότα ή σωβράκα -κατά την περίοδο του μεσοπολέμου ήταν το πιο δημοφιλές εσώρουχο που συνδύαζε φανέλα και σώβρακο σε ένα.

  1. - Καθώς της έβγαζα τα ρούχα, αντί για στριγκάκι αντίκρισα πάνω της την σωβρακοφανέλα της μάνας της.

  2. - Ρε χοντρομαλάκα, μάζεψε την σωβρακοφανέλα σου, φαίνεται η κωλοχαράδρα!

Η σωστή απάντηση στον Κότσιρα. (από Khan, 01/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουτιέν.

Ε τι παράδειγμα θες τώρα;

(από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.

Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά:
1. Το κούτελο.
2. Τα τεράστια σε μέγεθος γυαλιά ηλίου.

  1. - Είδες παρμπρίζ η Ελένη, έ;
    - Δεν πειράζει, καλή είναι.

  2. - Φέτος είναι της μόδας τα παρμπρίζ. Τα φοράνε όλες και μοιάζουν με μύγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified