Μπορεί απλά να χρησιμοποιηθεί εκ περιτροπής με το γαμόπουστας.

Η περιγραφική του μαγεία ωστόσο αναδεικνύεται όταν το εν λόγω άτομο έχει φαντεζί και συνάμα μάγκικο ντύσιμο, δε στη δίνει κατ' ευθείαν στα νεύρα και έχεις το χρόνο να το περιεργαστείς σχεδόν ψύχραιμα, αυτός είναι ο γαμόσταυρος.

-Κοίτα το αγόρι· σχισμένο τζινάκι, πουκάμισο, αμάνικο μπουφάν και αλυσίδα...
-Ευτυχώς φόρεσε σαγιονάρα και το 'σωσε λίγο.
-Γαμόσταυρος νέος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).

  1. Ρε παπάρα που δεν σε χωράνε τα ρούχα απο το πάχος, που έχεις να γαμήσεις από την εποχή που ο Νώε μάζευε τα μαϊμούδια για να διασώσει το είδος σου, πας να το παίξεις γαμιάς και πλούσιος ρε ρετάλι από τελευταίο ύφασμα μαγαζιού σε εκποίηση στα παιδάκια εδώ μέσα και να αποδείξεις ότι αν έχει κάποιος λεφτά πηδάει κάθε παρταλογκόμενα ξεκωλοδευτεράντζα, σαν αυτές που συναναστρέφεσαι και βαπτίζεις "μουνάρα" στα βαθιά σου όνειρα μετά από χρήση των ψυχοφαρμάκων που ρουφάς; Ζώο!. Ούτε αυτές δεν σου κάθονται, που είναι οι φώτο ρε ταμτάκο που έταζες; (Από βρις-οφ στο μπου).
  2. Είναι μια παρταλογκόμενα που μόνο αν ήσουν 10 χρόνια ναυαγός σε νησί του Ειρηνικού θα σκεφτόσουν να την πηδήξεις. (Από βρισ-οφ σε σόσιαλ μήδεια).
  3. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα. (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός και ογκώδης άνθρωπος. Βλ. και θωρηκτό Ποτέμκιν.

- Πώς το καταφέρνει το θωρηκτό ο Μάκης; Σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη είναι. - Με τη μέθοδο κλάσε να προσανατολιστώ, μάλλον.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κοπριά και μεταφορικά ο άχρηστος άνθρωπος, ο παχύς, καθώς και το άχρηστο αντικείμενο. Ετυμολογία: φουσκίον < φυσκίον: υποκοριστικό του φύσκη.

Φουσκί έχει καταντήσει από το πολύ φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς και ογκώδης άνθρωπος.

Πού να κουνηθεί και να τρέξει ο βίσονας!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς άνθρωπος.

  1. Το παιδοβούβαλο μίλησε. Το τιμώμενο πρόσωπο ήταν φυσικά ο νέος ηγέτης της, αυτός ο βουτυρομπεμπές με τα τροφαντά μαγουλάκια, ο μελανθιο-αναθρεμένος γιος του πρόσφατα θανόντος ηγέτη. (Εδώ).
  2. Πήξαμε στο παιδοβούβαλο. Τις μούρες τις ξέρετε, είμαι σίγουρος. Είναι η εμπροσθοφυλακή των παιδοβούβαλων που κρατάνε τα ηνία του ελληνικού ποδοσφαίρου, το οποίο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν λογοδοτεί τόσο στην πολιτεία όπως ίσως φαντάζεστε, αλλά στις παντοδύναμες UEFA και FIFA οι οποίες έχουν κάνει ξεκάθαρους τους τρόπους λειτουργίας των ομοσπονδιών παγκοσμίως, αρέσει δεν αρέσει αυτό στην οποιαδήποτε κυβέρνηση κάθε χώρας. (Εδώ).
  3. Το ρομαντικό παιδοβούβαλο. (Εδώ).
  4. Την κακιά συνήθεια της κολοτούμπας δεν έχει ξεχάσει το όψιμο και μοιραίο παιδοβούβαλο του δήμου μας. (Εδώ).
  5. Β. Κορέα: Μαζέψτε το παιδοβούβαλο… γιατί παρανόησε! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς σαν μπάλα από το πάχος και νωθρός άνθρωπος

Σήκω ρε κεφτέ να πας να δουλέψεις!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κοιλαράς εκ της αλβανικής λέξης baka = κοιλιά.

Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).

Got a better definition? Add it!

Published

Νταλάκι είναι είδος ερπετού και νταλάκας είναι αυτός που έχει φουσκωμένη κοιλιά, αυτός που νταλακιάζει. Η προέλευση δεν είναι σαφής. Μπορεί να αναφέρεται στην επίδραση δηλητηρίου του ερπετού ή στην εικόνα ερπετού, που βαρυστομαχιάζει ύστερα από την κατανάλωση άλλου ζώου, ή σε κοιλιά σαν βάτραχου.

Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.

Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!

Got a better definition? Add it!

Published