Αφήνω κλανιά.
Για τα ζώα μπορεί να σημαίνει κάτουρο, κουτσουλιά κλπ.
Τι μυρίζει έτσι; Ποιος την αμόλησε;
Ρε δε σού 'πα να προσέχεις τον σκύλο; Την αμόλησε στο χαλί!
Αφήνω κλανιά.
Για τα ζώα μπορεί να σημαίνει κάτουρο, κουτσουλιά κλπ.
Τι μυρίζει έτσι; Ποιος την αμόλησε;
Ρε δε σού 'πα να προσέχεις τον σκύλο; Την αμόλησε στο χαλί!
Got a better definition? Add it!
Κάνω εμετό, βγάζω από μέσα μου ό,τι έχω καταπιεί.
Τα ξερνάω: μαρτυρώ μια αλήθεια ενώ δεν θά 'πρεπε.
Πάλι ξέρασες; Σιγά και τι έφαγες! Ανορεξική έχεις γίνει;
Πήγε και του τα ξέρασε όλα, η μαλάκω. Τώρα... καλά κρασιά!, πρόκειται να γίνει της πουτάνας, θα χωρίσουν.
Βλ. και βγάζω τ' άντερά μου. Για τη φράση 2, δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.
Got a better definition? Add it!
Μια πολύ γνωστή φράση σε όλους μας, η οποία θεωρείται κοινότοπη και απλοϊκή. Λίγοι γνωρίζουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον παρελθόν της και τον θησαυρό που κρύβει η οντότητά της.
Η φράση έχει προέλθει από την εφαρμογή του πρωκτικού σεξ. Όταν, μετά το πέρας της πράξης, το αντρικό μόριο έβγαινε καθαρό από την πίσω οπή (χωρίς υπολείμματα δηλαδή), τότε η πράξη θεωρούταν ότι δεν είχε παράπλευρες απώλειες.
Έτσι η φράση άρχισε να χρησιμοποιείται και με πιο ευρεία έννοια, τόσο, που στις μέρες μας αγνοείται η αρχική της προέλευση.
Ποιος να το περίμενε ε;
Μπορεί να έκανα βλακεία, αλλά τουλάχιστον την έβγαλα καθαρή.
Έτσι όπως οδηγάς, άγιο θα έχουμε αν τη βγάλουμε καθαρή στο τέλος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).
Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).
-Πω-πω μπόχ(λ)α!
-Κάποιος την άφησε, φαίνεται.
-'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
-Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified