Υπονοείται το ανδρικό μόριο, επομένως η αντωνυμική περίφραση αναφέρεται στη συνουσία από τη μεριά του άνδρα... Συνώνυμη της αντωνυμικής περίφρασης τον ρίχνω (δηλαδή ρίχνω έναν πούτσο).

- Λοιπόν παπάρα, θά 'ρθεις το βράδυ για μπύρες ή θα μας γράψεις πάλι στ' αρχίδια σου;
- Αφού ρε μαλάκα τελευταία στιγμή μου το λες, εγώ φταίω τώρα που κανόνισα να πάω από την Ειρήνη; Τέλοσπαντων, πάω τότε να της τον πετάξω στα γρήγορα κι έρχομαι στο καπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω έρωτα σε κάποιον/κάποια. Το υποκείμενο είναι πάντα ανδρικού γένους και η αντωνυμία τον υπονοεί το ανδρικό μόριο. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται με υποτιμητική σημασία.

  1. - Ήρθε από το σπίτι μου το Μαράκι χθες βράδυ...
    - Και τι έγινε; Της τον εσφύριξες;

  2. Σας τον σφυρίξαμε την Κυριακή... Πέντε γκολάκια φάγατε ρε καραγκιόζηδες!

(από jesus, 21/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από την χαρακτηριστική κίνηση που γίνεται όταν βαράει κάνεις μαλάκια.

Η χρήση της δεν προορίζεται στην καθεαυτού πράξη του αυνανισμού, άλλα στην βαρεμάρα και την απραξία, συνώνυμο του τα ξύνω.

- Τι λέει σήμερα η δουλειά;
- Τίποτα δεν έχω κάνει. Τον πλάθω απ' το πρωί.

Κουλουράκια (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβίρω το όργανο μου, το δίνω με όμορφο τρόπο. Το κάνω να φαίνεται ελκυστικό, ενίοτε το σερβίρω στο κεφάλι της/του παρτενέρ ή στα μαγουλάκια.

Ήζουρας: Και για πες ρε Τζον τι κάνατε χτές με την ινδιάνα;
Σπέτς: Ε, ξέρεις μωρέ, φασωθήκαμε λίγο και δεν άργησα να της τον δώσω λουκάνικο... τρελάθηκε!
Ήζουρας: Ζαγοραίοοος ο Τζον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, σημαίνει γαμάω –αλλά το λέω έτσι για να το φέρω πιο γλυκά, να μη το κάνουμε θέμα τέλος πάντων. Στην εκδοχή μας τον ακουμπήσανε, θέλει να πει μας τον κάτσανε. Με έναν πιο μουλωχτό ή πιο κομψό ίσως τρόπο, αλλά η ουσία είναι ότι, στο φινάλε, μας τον φορέσανε.

  1. - Αχ βρε Νώντα μου, δεν μπορώ απόψε, έχω λίγο πονοκέφαλο. - Έλα μανίτσα μου, τίποτα δεν είναι, να λίγο έτσι να στον ακουμπήσω, τίποτα δεν θα κάνεις εσύ, ένα τσιμπουκάκι στην αρχή αν ευκολύνεσαι... και μετά αράζεις...

  2. - Καλό το ρεστοράν, Θύμιο; Ακριβό;
    - Έ, όσο νά 'ναι... εξήντα ευρώ το άτομο βγήκε...
    - Α, εντάξει... Σας τον ακουμπήσανε κανονικά...

Χμ, όντως... (από vikar, 10/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοούμενο για ομοφυλοφιλική δραστηριότητα (είσοδος κρεατικού στον οργανισμό). Χρησιμοποιείται συνήθως μετά από κατορθώματα υπερβολικής τύχης ή απλά για πείραγμα.

Καλά μας δουλεύεις; Πώς γίνεται να έβαλες γκολάκι στο PRO απ΄το κέντρο; Τι έγινε ρε, το τσίκνισες χθες βράδυ; Το τσίκνισες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βουλώνω, τουτέστιν:

  1. σιωπώ
  2. δεν τρώω
  3. δεν πηδιέμαι
  4. κάνω παρθενορραφή
  1. Λοιπόν, ράψ' το τώρα γιατί αρχίζει η ταινία...

  2. Από αύριο δίαιτα. Το ράβω. Ρόκα, περιέ και τέλος.

  3. - Χωρίζετε;! μα γιατί;;
    - Ρε συ Σάκη, τί γιατί; Μ' έχει φάει η μαλακία δεν το καταλαβαίνεις; Ε δεν αντέχω άλλο με τη Στέλλα. Μια η περίοδος, μια η δουλειά, μια είναι άρρωστη, μια είναι στεναχωρεμένη, μια είναι παραφαγωμένη, μια το παιδί, τό 'χει ράψει τελείως.

  4. - Τό' ξερες ότι υπάρχουν ακόμα κοπέλες που, για να μη φανεί ότι είναι «μεταχειρισμένες», πάνε και το ράβουν για να το παίξουν παρθένες;;;
    - Εμ πώς δεν τό' ξερα, αφού το λέει το σλανγκ.γρ ρε συ!

Αυτοί το ράβουν (από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.

  1. - Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
    - Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
    - Πίκρα...

  2. - Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
    - Γιατί, δεν νήστευες;
    - Ε;
    - Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
    - Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;

  3. - Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
    - Άσε, το ανοίγω εγώ...
    (ΚΡΑΚ!!!)
    - Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τράβηξα από τα μαλλιά μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο, τόσο που απέτυχε.

- Τι έγινε με τον Βασίλη; Πηδηχτήκατε;
- Μπα, δεν έκατσε η κατάσταση, το γαμήσαμε και ψόφησε.
- Μαλακία.

To origamiσα και ψόφησε (από Khan, 28/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified