Further tags

Δεν ξέρουμε ακριβώς τι σημαίνει πουτσίζω. Ακούγεται σαν το ραπίζω και τότε παραπέμπει σε πουτσοσκάμπιλο, ας πούμε. Ακούγεται σαν το βουρτσίζω και τότε θυμίζει το ότι μπερδέψαμε την πούτσα με την βούρτσα. Και λοιπά. Πάντως είναι κάτι το τρομακτικό, προφανώς. Γιατί την πούτσισες μόνο όταν έχεις βρεθεί σε απόλυτο αδιέξοδο με οδυνηρές συνέπειες. Οι λοιπές ή συμπληρωματικές ερμηνείες ανήκουν στον μαστρο-Φρόυντ.

- Μαλάκα, την πουτσίσαμε, έρχονται οι γέροι σου!
- Γρήγορα, βγες έξω στο μπαλκόνι!
- Κι αν δεν φύγουν αμέσως πάλι;
- Ε, τότε, μεγάλε, την πούτσισες, θα κάτσεις έξω όλη νύχτα...

Δες και τη γάμησες, ψωλιάζω κάποιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω ξύδια.

- Πού ήσουνα αχαίρευτε; Τι ώρα είναι αυτή;
- Ε, να...
- ΣΚΑΣΜΟΣ! Μιλάς κι από πάνω... Πάλι τα κοπανούσες με αυτά τα κοπρόσκυλα τους φίλους σου; Αλλά τι ρωτάω, αφού βρωμοκοπάς ούζο!
- Έλεος, μην φωνάζεις, έχω πονοκέφαλο...
- ΝΤΟΥΠ! (ο ήχος της παντόφλας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την κοπανάω: σημαίνει είτε ότι (α) το βάζω στα πόδια, λακίζω για να γλιτώσω από κάποιον επερχόμενο κίνδυνο, είτε απλώς ότι (β) φεύγω, την κάνω.

  1. - Τι έγινε χθες; Έμαθα ότι η Κικίτσα θα ήταν μόνη της στο σπίτι...
    - Ναι, και πήγα εγώ να της τον σφυρίξω επιτέλους... Μόνο που πάνω στη φάση έσκασε απροειδοποίητα ο πατέρας της ο μπαστουνόβλαχος!
    - Ωχ! Και τι έκανες;
    - Τι να κάνω, μάζεψα τα ρούχα μου όπως-όπως και την κοπάνησα από το μπαλκόνι με το σώβρακο!

  2. - Λοιπόν παιδιά εγώ την κοπανάω...
    - Κάτσε λίγο ακόμα ρε μαμούχαλε!
    - Έχω πρωινό ξύπνημα αύριο και δεν την παλεύω μία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω ξύλο. Με την αντωνυμία τις εννοούνται οι σφαλιάρες.

  1. - Τι γίνεται ρε; Πέφτει ξύλο; Πάμε να δούμε τι γίνεται!
    - Τι λες ρε, για να τις μαζέψουμε κι εμείς; Κάτσε στ' αυγά σου!

  2. - Αυτή η διαχειρίστρια χτύπησε το θυροτηλέφωνο πρωί πρωί και έδινε εντολές πάλι...
    - Πάλι καλά που δεν με ξύπνησε, γιατί θα κατέβαινα κάτω και θα μάζευε καμία... Άχτι την έχω την τρελή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον ήπια: Την έκατσα, μου 'ρθαν ανάποδα, μεγάλο κακό με βρήκε. Το τι ακριβώς ήπιε το δυστυχές υποκείμενο τελεί υπό διερεύνηση, αλλά έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι ο ποιητής μιλάει για τον πικρό καφέ της παρηγοριάς, το οποίο έχει και μία δόση λογικής οφείλω να ομολογήσω.

  1. Ωχ, κατέβασε βασική Παλτόγλου και Χατζημπουζουκοβλασάρογλου; Τον ήπιαμε. Πάμε για τρία μπαλάκια μίνιμουμ.

  2. Υπογεγραμμένη άδεια με οδοιπορικά κι έσκασε επιθεώρηση από τον ΓΕΠΣ και τον ήπιαμε. Άμα σου λέω με πάει πίπα-κώλο-εμπλοκή...

(από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην φράση τα έχω παίξει (παρακείμενος): κουράστηκα, εξαντλήθηκα. Συνώνυμο: Τα 'φτυσα

  2. Στην φράση: τα έπαιξα, τα 'παιξα (αόριστος): φοβήθηκα, χέστηκα πάνω μου.

  3. Στην φράση τί παίζει; ή παίζει κάτι: τι συμβαίνει, πώς έχει η κατάσταση ή τι πρόκειται να συμβεί;
    Συνώνυμα: Τι τρέχει;

  1. - Φαίνεσαι ψόφιος... δεν κοιμήθηκες χθες;
    - Όχι ρε, απλά από το πρωί τρέχω για να τακτοποιήσω υποχρεώσεις, τα έχω παίξει από το περπάτημα...

  2. - Πού να σ'τα λέω, χθες το βράδυ με πήρε στο κυνήγι ένας σκύλος, τά 'παιξα σου λέω...

  3. - Τι παίζει ρε παιδιά; Τραβάτε κανά ζόρι;
    - Όχι ρε φίλε, χαλάρωσε. Μια μικρή παρεξήγηση, λύθηκε!

...

- Τι παίζει για απόψε παίδες;
- Λέμε να πάμε σε μπαράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουράζομαι, εξαντλούμαι. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στον παρακείμενο (τα έχω φτύσει). Παράγωγη μετοχική έκφραση: είμαι φτυσμένος.

  1. - Πρέπει να αρχίσω κανένα γυμναστήριο... Δυο μέτρα κάνω και τα φτύνω να πούμε...

2.- Πάμε πουθενά το Σαββατοκύριακο; - Τι λες ρε... Όλη την εβδομάδα τρεξίματα είχα και τά 'χω φτύσει τελείως... Θα κάτσω σπίτι και θα λιώσω στον ύπνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοείται το ανδρικό μόριο, επομένως η αντωνυμική περίφραση αναφέρεται στη συνουσία από τη μεριά του άνδρα... Συνώνυμη της αντωνυμικής περίφρασης τον ρίχνω (δηλαδή ρίχνω έναν πούτσο).

- Λοιπόν παπάρα, θά 'ρθεις το βράδυ για μπύρες ή θα μας γράψεις πάλι στ' αρχίδια σου;
- Αφού ρε μαλάκα τελευταία στιγμή μου το λες, εγώ φταίω τώρα που κανόνισα να πάω από την Ειρήνη; Τέλοσπαντων, πάω τότε να της τον πετάξω στα γρήγορα κι έρχομαι στο καπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να πούμε ότι κάτι πηγαίνει πολύ χάλια. Συνήθως ακολουθείται από χρονική έκφραση (π.χ. αυτή την εβδομάδα/αυτόν τον μήνα κλπ). Η απουσία του ς τονίζει τη δυσκολία της κατάστασης. Χρησιμοποιείται βέβαια και με το ς, αλλά για αναφορά σε πιο χαλαρές καταστάσεις. Για μεγάλης σημασίας προβλήματα χρησιμοποιείται ο τύπος χωρίς το ς.

- Τι κάνεις Μαρία;
- Αρχίδια! Με πήγε γαμιώντα σήμερα με τον μαλάκα τον Τάκη που θέλει να του τελειώσω την εργασία χθες!
- Ποιος τον γαμάει τον Τάκη μωρέ; Γράψτον στα @@ σου και άστον να περιμένει...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified