Έκφραση που βγήκε από παλιό ανέκδοτο (βλ. παράδειγμα 1) και η οποία τονίζει την απλή έκφραση «αρχίδια». Είναι διπλής σημασίας. Αφενός δηλώνει ένδειξη υποτίμησης προς τον συνομιλητή μας, αφετέρου σημαίνει ότι γνωρίζουμε το ανέκδοτο άρα και το πόσο μαλακία είναι να ειρωνευόμαστε τον συνομιλητή μας αυτόν αφού κατά βάθος συνειδητοποιούμε ότι μας λέει κάτι το σωστό.

  1. Μια κυρία ψάχνει να βρει ένα σκυλάκι για το σπίτι το οποίο να έχει κάτι το ξεχωριστό. Της δείχνουν από δω κι από κει πολλά. Το ένα ξέρει να διαβάζει, το άλλο να κάνει ζαπ στα κανάλια, το τρίτο να κάνει τούμπες στον αέρα, κανένα δεν της κάνει. Τελικά της φέρνουν ένα πολύ μικρούλι.
    - Και τι να το κάνω αυτό εδώ;
    - Α, κυρία μου, της λέει ο μαγαζάτορας, όλα κι όλα. Το σκυλάκι αυτό ξέρει πολεμικές τέχνες. Δεν έχετε παρά να του πείτε τη λέξη «καράτε» μαζί με το αντικείμενο που θέλετε να σπάσει. Να: «Τραπεζάκι καράτε!» -και το σκυλάκι σπάει στα δύο ένα τραπεζάκι... «Κρεβάτι καράτε!» και κόβει στα δύο ένα ολόκληρο κρεβάτι...
    Η κυρία ενθουσιάστηκε.
    - Προσέξτε μόνο πότε θα λέτε αυτή τη λέξη! της λέει ο τύπος.
    Πήρε λοιπόν το σκυλάκι η κυρία και το έφερε σπίτι. Μόλις το είδε ο σύζυγός της, έβαλε τα γέλια.
    - Τι περίληψη σκύλου είναι αυτή που έφερες!
    - Ναι, αλλά ξέρει πολεμικές τέχνες.
    - Μπα;
    - Ναι, ξέρει καράτε.
    - Καράτε;! Κααλά! Αρχίδια καράτε...

  2. - Μαλάκα, μην μπεις πιωμένος στα κύματα, θα σε μαζεύουμε όπως τους τουρίστες, κανόνισε!
    - Αρχίδια καράτε ρε μεγάλε, σιγά τι ήπια και σιγά και το κύμα...
    (η συνέχεια στα επείγοντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από ολ-τάιμ-κλάσικ ανέκδοτο, τόσο πετυχημένη ώστε η ευρεία διάδοση και χρήση της με την πάροδο του χρόνου να την μετατρέψει σε γνωμικό που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια πια ανεξάρτητα του αρχικού ανεκδότου.

Σαν γνωμικό πλέον έχει πάρει καυστική χροιά και λέγεται σκωπτικά και με μπόλικη δόση κακεντρέχειας, κοροϊδεύοντας στην ουσία τον άλλον που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας είτε να γαμήσει κυριολεκτικά ή να πράξει κάτι που επιθυμεί με τον τσαμπουκά του, σε στυλ «αφού ρε loser δεν είσαι άξιος να... (γαμήσεις ή ό,τι άλλο), άντε τράβα για απόσυρση».

Θυμίζει στο υφάκι το πιο φρέσκο αλλά εξίσου απαξιωτικό «get a life».

το ανέκδοτο περ σε:

Πάει κάποιος σε ένα πολυκατάστημα να ζητήσει δουλειά σαν πωλητής, βρίσκει το διευθυντή, του λέει ότι θέλει δουλειά και εκείνος του απαντάει πώς είναι φουλ και ότι δεν χρειάζεται πωλητή.

Ο τύπος επιμένει, ο διευθυντής του επαναλαμβάνει το ίδιο και ετοιμάζεται να τον διώξει, οπότε ο τύπος απελπισμένος του λέει πως θα δουλέψει χωρίς μισθό για ένα μήνα και αν δεν του κάνει τότε να τον διώξει.

Συμφωνεί ο διευθυντής και ο τύπος πιάνει δουλειά.

Μετά από 15 μέρες οι πωλήσεις του πάνε στα ύψη, ο διευθυντής παθαίνει πλάκα και αποφασίζει να τον παρακολουθήσει για να δει πως τα καταφέρνει και πουλάει τις κάλτσες του σε κάθε πελάτη που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει.

Τον βλέπει λοιπόν εκείνη τη στιγμή να κουβεντιάζει με ένα πελάτη και στήνοντας αυτί γίνεται μάρτυρας του παρακάτω διαλόγου:

πωλητής: - Για το ψάρεμα χρειάζεστε πετονιά, καλάμι, αγκίστρι και δόλωμα.
πελάτης: - Οκ, θα τα πάρω.
πωλητής: - Ναι, αλλά τα μεγάλα ψάρια όμως είναι βαθιά όποτε πρέπει να πάρετε μια βάρκα με μια δυνατή μηχανή και όλο τον εξοπλισμό της.
πελάτης: - Να την πάρω κι αυτή.
πωλητής: - Για να μεταφέρετε όμως τη βάρκα πρέπει να πάρετε και ένα τρέιλερ και φυσικά και ένα τζιπ για να πηγαίνετε όπου σας αρέσει.
πελάτης: - Θα τα πάρω κι αυτά και βάλτε και ό,τι άλλο χρειάζομαι.
Κλείνει την παραγγελία και φεύγει ο πελάτης.

Ο διευθυντής πλησιάζει τον πωλητή σαστισμένος και του λέει:
- Καλά βρε συ, δεν πιάνεσαι με τίποτα, πώς τα κατάφερες ρε θηρίο να σου 'ρθει ο άλλος για μια πετονιά και να φύγει με χίλια είδη; - Δεν ήρθε για πετονιά κύριε διευθυντά, σερβιέτες ήρθε να πάρει για τη γυναίκα του και του είπα «δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;»

πηγή: Ελληνική Λίστα Ανεκδότων

(από salina, 01/11/12)ντοτ κόμ... (από MXΣ, 07/11/12)(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσία άχρωμος, πλην, όμως, έχουσα χαρακτηριστική οσμή.

Ανακαλύφθηκε ταυτόχρονα από τέσσερα (4) άτομα το 1987, λίγο πριν ο Αργύρης (καλά, ντε, δε σε είπαμε και καμπούρη) βαρέσει τις βολές που έστειλαν άπειρους πιτσιρικάδες να σπάνε ταμπλό και να κακοποιούν στεφάνια στις μπασκέτες των σχολείων.

Εκλύεται όταν επίκειται σημαντικό γεγονός, καλό ή κακό, και συνήθως γίνεται αντιληπτή κοντά στο θέατρο του γεγονότος και μόνο από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Πληροφορίες θέλουν την ομάδα BAN να διαθέτει ανιχνευτές τιρινίνης που διασκορπίζει ανά την επικράτεια.

  1. (Το ανέκδοτο)
    Ο Καμπούρης βρίσκεται στη βολή, τέσσερα δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη. Ο Γιαννάκης του χτυπάει τον κώλο και του λέει:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Ξεσκότα μας ρε μαλάκα Γιαννάκη να βάλω καμία βολή να πούμε!
    Ίδια ιστορία και ο Φασούλας:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Ξεσκότα μας κ συ ρε μπας και πάρουμε καμιά κούπα εδώ μέσα...
    Βαράει την πρώτη βολή, μέσα. Ιαχές εξέδρας κτλ.
    Παίρνει την μπάλα για τη δεύτερη βολή, τον πλησιάζει ο Γκάλης:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Τι πάθατε όλοι σήμερα να πούμε, δε μπορώ να συγκεντρωθώ...
    Βάζει και τη δεύτερη βολή και ακούγεται απ' το υπερπέραν και το επέκεινα η μελωδία του Final Countdown:
    - Τιρινίνιιιι τιρινίνινιιι τιρινίνιιιι τιρινίνινίνινιιιιι!

  2. (καθηγητής μαθηματικών 1ης λυκείου, με το καλημέρα)
    - Βγάλτε μια κόλλα χαρτί να γράψετε πρόχειρο.
    (αλάνι μαθητής, χαμηλόφωνα)
    - Μου μυρίζει τιρινίνι.

  3. - Βλέπεις το γκομενάκι απέναντι πώς σε κοζάρει;
    - Μου μυρίζει τιρινίνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα τρισμέγιστου ανεκδότου με σόλο καριέρα (η ατάκα, όχι το ανέκδοτο). Δυστυχώς, το ανέκδοτο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις αφηγηματικές τεχνικές που δεν μεταφέρονται στον γραπτό λόγο.
Όπως διαφαίνεται από την φράση, χρησιμοποιείται όταν δεν καταλάβαμε αυτό που μόλις ακούσαμε, ή μετά απ'το άκουσμα εσκεμμένα αινιγματικής φράσης (ξέρεις, όταν κάποιος το παίζει έξυπνος στα γκομενάκια).

  1. Ο Κόναν πληροφορείται ότι στην άλλη άκρη του κόσμου υπάρχει ένα πανύψηλο βουνό, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ένα παλάτι και μέσα στο οποίο κατοικεί ο γέροντας που κατέχει την απόλυτη σοφία της ζωής. Ζαλώνεται, λοιπόν, την ασπίδα, γραπώνει τη σπάθα, φοράει το γούνινο σωβρακάκι του και ξεκινάει για το βουνό.
    Περνάει την Έρημο της Δίψας, το Φαράγγι Χωρίς Πάτο, ξυστά απ' το Πηγάδι των Χιλίων Ευχών, και μετά από πορεία εκατό ημερών στην Τούνδρα των Μηδέν Βαθμών Κέλβιν, φτάνει στους πρόποδες του Βουνού της Σοφίας, το οποίο βλέπει να χάνεται μέσα στα σύννεφα.
    Αρχίζει την ανάβαση, τα μπράτσα σφίγγονται, οι φλέβες τινάζονται, το γούνινο σωβρακάκι τον προστατεύει απ' το κρύο.
    Βρυχάται όταν, κουρασμένος από την ανάβαση, πατάει στο πλάτωμα στην κορυφή και βλέπει το κάστρο του Γέροντα να ορθώνεται απροσπέλαστο μπροστά του.
    Η ξύλινη πύλη είναι κλειστή, αλλά την γκρεμίζει βρυχόμενος με ένα χτύπημα της ασπίδας του. Η επόμενη πόρτα, πιο βαριά, απαιτεί πιο δυνατό χτύπημα. Η τρίτη, σιδερένια, πέφτει μετά απ'το δεύτερο χτύπημά του. Η τελευταία βαριά σιδερένια πόρτα πέφτει με θόρυβο καθώς ο βρυχηθμός του Κόναν σπάει τη σιωπή της ψυχρής κυκλικής αίθουσας, στην οποία ο γέροντας συλλογίζεται με τα δάχτυλα ενωμένα κάτω απ'το πηγούνι του καθισμένος στον θρόνο του.
    Ο Κόναν πλησιάζει το κέντρο της αίθουσας και ακουμπάει τα όπλα του μπροστά στα πόδια του Σοφού.
    - Ρησπέκτ, γέροντα. Μου είπαν ότι κατέχεις το μυστικό των μυστικών.
    - Υπάρχουν και τα πόμολα, Κόναν.
    - Μιλάς με γρίφους, γέροντα...

  2. Από το βιβλίο του Sun Tzu, The Art of War: One may know how to conquer without being able to do it.
    (βλ. πχ εδώ)
    Αυτός ο γέροντας κι αν μιλάει με γρίφους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ανοίγει τρύπα στον πάγο κι αρχίζει να ψαρεύει. Δεν τσιμπάει. Ακούγεται φωνή: «Δεν έχει ψάρια στον πάγο». Τύπος συνεχίζει να ψαρεύει. Δεν τσιμπάει. Πάλι φωνή: «Δεν έχει ψάρια στον πάγο». Τύπος αναρωτιέται ποιός νά 'ναι μες την ερημιά. Συνεχίζει να ψαρεύει. Δεν τσιμπάει. Η φωνή ξανά: «Σου είπα, δεν έχει ψάρια στον πάγο». Τύπος σταματάει να ψαρεύει και φωνάζει: «Κι εσύ πού το ξέρεις; Ποιος είσαι, δηλαδή;». Και η φωνή απαντάει: «Ο φύλακας του παγοδρομίου. Μαλάκα. Τόση ώρα δεν ακούς το μεγάφωνο;».

Το δεν έχει ψάρια στον πάγο είναι άλλο ένα παράδειγμα ατάκας που αυτονομήθηκε από το ανέκδοτό της. Λέγεται για να τονίσουμε στον συνομιλητή μας ότι δεν θα βρει ή δεν θα καταφέρει αυτό που θέλει και είναι μάταιο να συνεχίσει την προσπάθεια.

- Γιάννη μου, στο είπα και στο ξαναλέω... δεν έχει ψάρια στον πάγο... τριάρι στο Ναυαρίνο με τρακόσια ευρώ δεν υπάρχει... γιοκ βαρ, που λεν κι οι Τούρκοι.

(από poniroskylo, 07/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από ανέκδοτο η οποία, όπως και πολλές άλλες (π.χ. βλέπε εδώ), έχει αυτονομηθεί. Λέγεται εύστοχα για να δείξουμε ότι κανένα νόημα δεν έχει να μπαίνουμε σε κόπο για κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως χαμένο από χέρι - αλλά και να μην ήταν, βαριόμαστε τόσο πάρα πολύ που πάλι δεν θα κάναμε τίποτε.

Τέσπα, το αρχικό ανέκδοτο πάει κάπως έτσι - Δυο τραβεστί συζητούν το μέγα θέμα αν ομοφυλόφιλος γίνεσαι ή γεννιέσαι. Και λέει η πρώτη:
- Καλέ, Στάσα μου, γεννιέσαι, γεννιέσαι. Είναι βέβαιον. Διότι εγώ, ξέρεις, από αυστηρή οικογένεια κι αυτά, αλλά από τριων χρονών παιδί πού μ' έχανες πού μ' έβρισκες, στα συρτάρια της μαμάς να προβάρω τις κομπινεζόν και τα πασουμάκια με τα τακούνια και να καμαρώνω με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Τι ήξερα μικρό παιδί; Μέσα μου το είχα - έμφυτο.
- Εγώ πάλι, Σούλα μου, τι να σου πω; Νομίζω ότι δεν γεννιέσαι, έρχονται έτσι τα πράγματα, κάτι αλλάζει και γίνεσαι. Πάρε μένα - μέχρι τα δώδεκα τίποτα δεν ήξερα, του κατηχητικού, χαμπάρι δεν είχα από τέτοια ...
- Έ, και στα δώδεκα τι έγινε;
- Έ, στα δώδεκα πήγα το καλοκαίρι στο χωριό και βγαίνω στα χωράφια να μαζέψω λουλουδάκια ... να κουράστηκα, ξάπλωσα στο χορτάρι, και κει που μ' έπαιρνε ο ύπνος έρχεται ένα παιδί απ' το χωριό - αααχχχ, ένα ωρρρραίο παιδί - ε, κι έρχεται έτσι από πίσω ... ε, και να μη στα πολυλογώ, τό 'μαθα και καλόμαθα ... γίνεσαι, Σούλα μου, γίνεσαι ...
- Καλά, μωρή, δώδεκα χρονώ ήσουνα κι έρχεται ο άλλος να στη μοστράρει και δεν κάνεις τίποτα ... γιατί δεν σηκώθηκες να τρέξεις, να φύγεις;
- Έ, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ...

- Μας περιμένουν οπωσδήποτε απόψε στο Φολί, Γιάννη μου, άντε κουνήσου, κάνε ένα μπάνιο να πάμε.
- Άσε ρε Θώμη, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ... Μια απ' τα ίδια θα είναι ... Κι έχει και μπάσκετ στην τηλεόραση ... Άραξε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified