Further tags

Η φυλακή στα μόρτικα. Λεγόταν έτσι από τους ρεμπέτες ίσως και παλαιότερα.

-Ορμήσαν οι πολισμάνοι στον τεκέ, τους μπουζουριάσανε και τους χώσαν στην ψειρού...

βλ. και στενή, καγκελλαρία, κάγκελο, πλεχτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αόρατος δια γυμνού τηλεοπτικού οφθαλμού χώρος, από τον οποίο ξανθιές παρουσιάστριες και ο Μάκης Πουνέντης λαμβάνουν εντολές σχετικά με τη ροή της εκπομπής τους.

  2. Τίτλος must ταινίας για το «εναλλακτικό» κοινό της χώρας τη σεζόν 2007/2008. Κοσμοσυρροή παρετηρείτο έξω από τους κινηματογράφους όπου παιζόταν, μιας και το Sonik και το Avopolis απεφάσισαν και διέταξαν.

  1. «Να φύγει το βίντεο»
    Η εικόνα παραμένει ίδια.
    «Να φύγει το βίντεο»
    Καμιά αλλαγή.
    «Να μας πει το κοντρόλ αν είναι έτοιμο το βίντεο»
    Η παρουσιάστρια ακούει από το ακουστικό της. Χαμογελάει.
    «Συμβαίνουν αυτά στις ζωντανές εκπομπές»

  2. - Μαλάκα, είδες «Κοντρόλ»; Ταινιάρα. - Θα πάω σήμερα. Έλεγα μήπως πήγαινα χτες, αλλά κατέβασα καινούριο Ντεβέντρα και κάθισα μέσα να ακούσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρουσιάστρια πρωινής εκπομπής στην τηλεόραση.

- Α... Την ξέρω ρε συ! Αυτήν την πρωινατζού δε λες;

(από Khan, 06/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρόφωνο που στερεώνεται στο πέτο, στην τηλεόραση.

- Δεν ακούγεστε καλά, σας έπεσε το μικρόφωνο. Παρακαλώ, διορθώστε την ψείρα στον κύριο Πάγκαλο.
(η Στάη (ας πούμε), στους φροντιστές του στούντιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αργκό του χρηματιστηρίου. Υποδηλώνει την πώληση μεγάλης ποσότητας κάποιας μετοχής, με σκοπο το ξεφόρτωμά της.

Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ. (=Αυτός που πούλησε και ξεφορτώθηκε είναι και αυτός που έχει το χρήμα που δεν χάνεται από υποαξίες.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάρμακο χωρίς καμία δράση.

- Με τρώει το δάχτυλό μου, τι να βάλω επάνω:
- Παπαριζόλ σε σπρέυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αναισθησιολόγος.

Από την φούσκα (σάκκο ABU) με την οποία αερίζουν (σπρώχνουν αέρα στους πνεύμονες) τους αρρώστους.

-Εγώ χασάπης είμαι, δεν είμαι φουσκαδόρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δουλεύει σε ορυχείο, ο μάινερ.

- Τι καινούριο χόμπι είναι αυτό του Γιώργου... Αηδία, σκαλίζει τη μύτη του συνέχεια!
- Nαι, το παίζει και καλά ορυχός... Ρώτα τον αν έχει αποφέρει τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι γνήσιο και δεν έχει υποστεί μεταγενέστερες μεταβολές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανολογικές συζητήσεις.

  1. Το αυτοκίνητο το έχω μαμά ακόμα, αλλά σκοπεύω να το αγριέψω.

  2. Πωλούνται εξατμίσεις μαμίσιες.

Δες και σετ α λα μαμά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαίλαπα είναι η καταιγίδα στα αρχαία ελληνικά. Πύρινη λαίλαπα είναι η πύρινη καταιγίδα, δηλαδή φωτιά που εξαπλώνεται γρήγορα.

- Ναι Νίκο, όπως βλέπουμε στο πλάνο, τίποτα δεν άφησε όρθιο η πύρινη λαίλαπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified