Αυτός που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Διαθέτει μεγάλη ικανότητα στο να τυλίγει τον ακροατή του, όπως ένα πακέτο, να τον ξεγελάει και να τον παραμυθιάζει, συνήθως με σκοπό να του πασάρει σκάρτο εμπόρευμα.

Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται για όλους τους μικρούς ή μεγάλους απατεώνες, στο εμπόριο κάθε είδους, (παραδείγματα 1 και 2), στην πολιτική (παρ. 3) ή στον αθλητισμό (παρ. 4).

Προσωπική γνώμη: Η λέξη χρησιμοποιήθηκε με αυτή την έννοια πρώτη φορά από τους γυρολόγους Τσιγγάνους, που πουλούσαν μικροεμπορεύματα, περιπλανώμενοι από περιοχή σε περιοχή και από κει πέρασε και σε άλλα περιβάλλοντα, κυρίως του λεγόμενου παραεμπορίου, (βλ. 5ο παράδειγμα). Ήθελαν οι Τσιγγάνοι με τη λέξη αυτή να τονίσουν την έμφυτη ικανότητα κάποιων από το σινάφι τους να πουλάνε απίθανα ή και ολότελα άχρηστα προϊόντα στους πελάτες τους, χρησιμοποιώντας άμεσο, στακάτο και έξυπνο λόγο, με ζηλευτές ατάκες και χειμαρρώδη ομιλία, έτσι ώστε απλά να μην μπορεί κανείς να πει όχι.

Το λήμμα αφιερώνεται στον ψηλέα γυρολόγο Τσιγγάνο πωλητή πουκαμίσων και άλλων ειδών που δραστηριοποιείται πέριξ της πλατείας Συντάγματος και ποιος ξέρει πού αλλού. Μιμείται καταπληκτικά τη φωνή του Βοσκόπουλου. Μια φορά να τον συναντήσετε, δεν τον ξεχνάτε.

1) ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΜΑΙ ΝΕΟΣ ΣΤΟ ΦΟΡΟΥΜ ΚΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΩ ΜΠΟΤΕΣ,ΜΗΠΩΣ ΞΕΡΕΤΕ ΑΠΟ ΠΟΥ ;
ΠΙΣΤΕΥΩ ΕΧΕΙ 3,4 ΜΑΓΑΖΙΑ ΑΛΛΑ ΔΕ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΣ Ο ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΚΕΤΑΤΖΗΣ.ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ

Από το δίκτυο, εδώ

2) Mόλις είχα έρθει στην Aθήνα από μια άλλη χώρα όπου έλειπα καιρό, και κατέβηκα για να “γίνω” σ’ ένα παλιό νταραβέρι. Aπέναντι απ’ τον OKANA της 3ης Σεπτεμβρίου, ελπίζοντας ότι τα πράγματα είχαν μείνει όπως τα ήξερα. Πίκρα. Kόσμος δεν υπήρχε, τίποτα δεν “έπαιζε”. Mια κοπελιά “αρρωστάκι” κι αυτή μου λέει: “φιλαράκι όλοι είναι Γερανίου”. Mε πήρε σχεδόν απ’ το χέρι και φτάνοντας εκεί έμεινα έκπληκτος από την έκταση του νταραβεριού. Ένα απέραντο πλήθος εξαθλιωμένων πρεζάκηδων, μεταναστών, κάθε λογής ταλαιπωράκηδων σ’ ένα ακατάπαυστο και ατέλειωτο πάρε δώσε, φόρα παρτίδα να την πίνουνε μάλιστα “χύμα” μπροστά σε όλους. H πραγματικότητα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Mπορούσες την ίδια στιγμή να σπρώξεις ότι είχες “ψειρίσει” και να γίνεις απ’ τον δίπλα. Πολλή και φτηνή πρέζα. H απόλυτη φαντασίωση του κάθε πρεζάκια. Yπήρχαν όμως και καινούργιες φιγούρες. Yπήρχαν αφρικανοί και ασιάτες που αγόραζαν διαβατήρια και κλεμένα. Tα πρεζάκια που μπαίνανε “μπροστινοί” σου ψιθυρίζανε στ’ αυτί “ψηλέ θες να γίνεις από αράπη;”. Όπου αράπης ήταν ο αφρικανός, νέα φιγούρα νταραβεριτζή, που εγγυότανε καλύτερη “ξήγα”, αφού ο τόπος είχε μπουχτίσει από “πακετατζήδες” Έλληνες και Pωσοπόντιους

Από το δίκτυο, εδώ

3) απο λογια χορτασαμε....ειδικα ο Παπουτσης ειναι μεγαλος πακετατζης.... αν δεν στειλει πισω 10000 τον επομενο μηνα μην πιστευεται τιποτε....

Από το δίκτυο, λίνκ δε βάζω, μυρίζει, κάποιος απαιτεί να στείλει πίσω ο Παπουτσής 10000 μετανάστες, αν θέλει να μην τον περνάνε για πακετατζή. Η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

4) Ο πακετατζής,Γκμοχ δηλαδή, την δουλειά την έκανε με εντολές βάζελου γιατί μέχρι τότε η ομάδα που κυνηγούσε την ΑΕΛ ήταν ο ΟΦΗ του Θόδωρου Βαρδινογιάννη όταν ακόμη ο ΟΦΗ δεν ήταν το παραμελλημένο παραπαίδι της οικογένειας Βαρδινογιάννη.

Από το δίκτυο, εδώ

5) - Δηλαδή είσαι παραμυθάς !! - Πακετατζής το λέω εγώ.

Συνέντευξη του γυρολόγου Τσιγγάνου Διονύση, στο βιβλίο της Αλίκης Βαξεβάνογλου: Έλληνες Τσιγγάνοι, Περιθωριακοί και Οικογενειάρχες, εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχουμε φτιάξει το τρίφυλλο...ναι; Έχουμε μαζί μας και πρέζα. Σαλιώνουμε λοιπόν το τσιγάρο και του ρίχνουμε πάνω πρέζα! Η πρέζα κολλάει. Και το κανονικό χαρτάκι Rizla που έχουμε χρησιμοποιήσει, έχει γίνει πλέον πρεζόχαρτο!

Βλέπεις ένα μπάφο με άσπρη σκονίτσα κολλημένη πάνω του; Μπάφος με πρεζόχαρτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στο ουδέτερο («χημισμένο») και σημαίνει το προϊόν (κυρίως το ελαιόλαδο) που έχει ελεγχθεί και πιστοποιηθεί από το γενικό χημείο του κράτους.

Από τη λέξη χημεία, εννοείται.

Ζαργκόν των λαδάδων. Δεν εντοπίστηκε στον γούγλη.

Μόνο χημισμένο εξάγεται το λάδι, αλλιώς ξέχνα το.

Got a better definition? Add it!

Published

Το νταραβέρι (κυρίως ουσιώνε) στα ποδανά.

Το λήμμαν δεν δίνει γουγλοχτυπήματα αλλά καταγράφεται στο Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) ως εμβληματική ναρκοσλανγκιά.

- Ζειπαί ποτατί με τον Καυλαγόρα και κλιζιτρεί; Τον πάνε παπί-λοκώ στη λειαδού; Πήρε τον λοσπού από καμιά λατσού μεναγκό; Έχασε γκαφρά σε κακό ραβεριντά;
- Όχι, διάβασε στο σλανγκρρ λήμμα για τον Ντερριντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εδέσματα από αμνοερίφια.

Προσλαμβάνονται σε μεγάλες ποσότητες, ιδίως κατά την εαρινή περίοδο μετά την κατανυκτική ατμόσφαιρα της σαρακοστιανής νηστείας.

Προφέρεται με υποψία βελάσματος.

- Καλά, δεν σου είπε ο γιατρός να κόψεις τα πολλά πολλά;
- Πάψε συ, δεν ξέρεις, τα παϊδάκια είναι υγιεινή διατροφή. Είναι όλο βιταμίνη μπεεεεε!

(από σφυρίζων, 21/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαπιοκάραβα φορτωμένα έως τα μπούνια με λαθραία τσιγάρα, στην αργκό των κατσιρματζήδων (λαθρεμπόρων) τσιγάρων. Τα πατατάδικα ανήκουν σε μαϊμού ναυτιλιακές εταιρείες και φέρουν τριτοκοσμικές σημαίες· μπαρκάρουν από λιμάνια τση Αιγύπτου, τση Συρίας, τση Τουρκίας και τση κατεχόμενης Κύπρου και συχνά αρμενίζουν κοντά σε ακτές σε αναζήτηση αγοραστώνε.

Εναλλακτικά: τσιγαράδικο, μαμή, μάνα (βλ. εδώ).

1. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής είχε πληροφορίες για την αλλαγή ρότας του πλοίου στην ακτή του Καλοχωρίου της Θεσσαλονίκης και η συντονισμένη επιχείρηση των αρχών στήθηκε στις 3 τα ξημερώματα. Το «Svesa», με 7μελές πλήρωμα, μετέφερε 2.024 κιβώτια (master cases) που περιείχαν 1.012.000 πακέτα τσιγάρων. Είχε αποπλεύσει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με προορισμό το Μπουργκάς Βουλγαρίας όπου σύμφωνα με τα παραστατικά θα ξεφόρτωνε τα τσιγάρα. Αντ’ αυτού, βρέθηκε στον Θερμαϊκό και σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ασφαλείας του Λιμενικού Σώματος είναι στην κατηγορία των γνωστών «πατατάδικων», των μικρών σαπιοκάραβων που διασχίζουν τη Μεσόγειο μεταφέροντας για λογαριασμό εικονικών ναυτιλιακών εταιρειών ποσότητες λαθραίων τσιγάρων.

2.
Ακρίβυναν τα τσιγάρα και στο ελληνικό αρχιπέλαγος ξαναεμφανίστηκαν τα γνωστά και ως «πατατάδικα» μικρά πλοιάρια, που φορτωμένα χιλιάδες κούτες λαθραίων τσιγάρων περιμένουν μεσοπέλαγα ή σε κάποια ερημική ακτή τον αγοραστή, ο οποίος αφού τα παραλάβει τα διοχετεύει στην εγχώρια αγορά.

3.
«Τσιγαράδικο» ή «Πατατάδικο» είναι το εκτός νόμου μικρό φορτηγό πλοίο που πριν αρκετά χρόνια δρούσε σε Ιόνιο και Αδριατική κουβαλώντας λαθραία, κυρίως τσιγάρα στην Ιταλία τότε που υπήρχε απαγόρευση των ξένων τσιγάρων στην γειτονική χώρα. Είναι προφανές ότι αυτοί που δούλευαν σε τέτοια πλοία δεν ήταν τα καλύτερα παιδιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατεργασμένο («πρεσαριστό») μαυράκι. Αβέβαιης ετυμολογίας.

Βλ. επίσης: σοκολάτα, τσόκο, μαρόκο, πλαστελίνη.

1.
Είχαν στην τσέπη καπιτσέδες. Διάταγμα κράτησης 8 ημερών εξέδωσε σήμερα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον δυο αλλοδαπών, ενός 44χρονου και μιας 25χρονης, οι οποίοι συνελήφθηκαν για υπόθεση καλλιέργειας φυτών κάνναβης.

2.
Πρεσσαριστό: Ο καπιτσές, λεπτό τεμάχιο κατεργασμένου χασίς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified