Συνώνυμοι όροι: το κωλάδικο, το μπουρδέλο.

- Μαλάκα πήγα σε μια κωλαντερί χθες... όλα τα λεφτά δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας προέκυψε από το παλιό γαλλικό serpentin, αυτό από το λατινικό serpentinus (ερπετόμορφος, οφιοειδής), που προήρθε απ’ το επίσης λατινικό serpens (ερπετό, φίδι) κι αυτό απ’ το επίσης λατινικό serpere (έρπω).
Αφού υποστεί προληπτική αφομοίωση, κυκλοφορεί και με τη μορφή «σαρπαντίνα»

Πρόκειται βέβαια για την έγχρωμη, λεπτή, χάρτινη κορδέλα με το πολύ μεγάλο σχετικά με τον όγκο της μήκος, που τυλιγμένη σχηματίζει κοντό κύλινδρο. Σε αποκριάτικες, συνήθως, εκδηλώσεις (και) με ένα χαρακτηριστικότατο φύσημα στο κέντρο αυτού του κυλίνδρου, ξετυλίγεται παίρνοντας το πασίγνωστο ελικοειδές σχήμα.

Λόγω λοιπόν των ιδιοτήτων του σχήματός της, έχει δώσει το όνομά της σε διάφορα εξαρτήματα και μηχανισμούς όπως:

---τον ελικοειδή συνήθως μεταλλικό σωλήνα σε πολλές συσκευές τύπου μπόιλερ, που βρίσκεται μέσα στο χώρο όπου υπάρχει το ήδη ζεσταμένο απ’ τον λέβητα ή τον ηλιακό συλλέκτη υγρό (ή και αέριο). Το κρύο νερό (ή όποιο άλλο ρευστό) μπαίνει από τη μια μεριά του σωλήνα και βγαίνει, ζεστό πλέον, από την άλλη μεριά, έτοιμο για διάφορες χρήσεις.

Ή κι αντίστροφα: Στο σωλήνα κυκλοφορεί το ρευστό που έχει ήδη ζεσταθεί, προκειμένου να ζεστάνει το αποθηκευμένο –κρύο σε πρώτη φάση- ρευστό που θα χρησιμοποιήσουμε (βλ, 2ο μήδι),

---τον σωλήνα σε συσκευές όπως κλιματιστικά και αποστακτήρες, που βοηθά στην ψύξη του αέρα και την υγροποίηση ουσιών που βρίσκονται σε κατάσταση ατμού και

---τον μηχανισμό πίσω απ’ το τιμόνι των οχημάτων (κι όχι μόνο) που επιτρέπει να μη χάνεται η ηλεκτρική επαφή του τιμονιού καθώς αυτό στρίβει, με την κόρνα, τον αερόσακο κι όσους άλλους μηχανισμούς ενεργοποιούνται από κουμπιά πάνω στο τιμόνι (βλ 3ο και 4ο μήδι).

Συμμετέχει στις περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλείς εκφράσεις:
---«Κάνω κάτι σερπαντίνα», που σημαίνει «το ’χω παρακάνει», «το ‘χω παραχέσει», «το ‘χω τραβήξει απ’ τα μαλλιά» και χρησιμοποιείται κυρίως όταν μακρηγορούμε.

---«Μου ‘κανε τα νεύρα σερπαντίνα», που όπως και τα σαφώς συχνότερα «Μου ‘κανε τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια» σημαίνει πως: «ίσα κι είμαι στο παρατσάκ να με πιάσουν τα διαόλια μου, οπότε μη πολλά – πολλά, μη γίνει εδώ το Κούγκι. Ά», στο πιο ευγενικό.

---«Με πάει σερπαντίνα», που σχετίζεται με δυσάρεστα επιτακτικές κωλοεκδηλώσεις διάρροιας, που σ’ αφήνουν νταντέλα, όπως εξόχως γλαφυρά ήδη περιέγραψε ο HODJAS σχεδόν δυο χρόνια πριν.

---«Τη φυσάει τη σερπαντίνα» -σαφώς συχνότερα στο γ’ πρόσωπο- που περιγράφει, σαν ένα ακόμη μέλος μιας ατελείωτης λίστας, τον έχοντα σεξουαλικές προτιμήσεις που πολλοί αντιμετωπίζουν ακόμη συμπλεγματικά, πλουτίζοντας παράλληλα τις απανταχού γλώσσες.

---Επίσης, λόγω του σχήματός της και της εικόνας που δίνει η εκτόξευσή της, περιγράφει τα φλόκια που δεν βρίσκουν τον από τη φύση καθορισμένο στόχο. Σε πολιτιστικά προϊόντα που απολαμβάνουν ακόμη και οι λιγότερο θολοκουλτουριάρηδες για προφανείς λόγους τόσο η καταμέτρηση, όσο και το μήκος τους σε slow-motion, έχει αναδείξει παγκοσμίου φήμης προσοντούχους αστέρες που με τις επιδόσεις τους προβλημάτισαν πολλούς.

1.
…Όταν βρίσκεται εγκατεστημένη η σερπαντίνα μεταφέρει νερό το οποίο ζεσταίνεται καθώς δουλεύει το τζάκι-λέβητας. Η θέρμανση αυτή του νερού γίνεται σε ειδικό δοχείο ξεχωριστά από το νερό που προορίζεται για το δίκτυο των καλοριφέρ. Η θέση αλλά και το υλικό της σερπαντίνας αυτής μεγιστοποιούν την απορρόφηση της θερμοκρασίας.

2.
…Η πορεία των υδρατμών συνεχίζεται στο κάτω μέρος της δεξαμενής σε στενότερους σωλήνες που βρίσκονται γύρω-γύρω στα τοιχώματα (σερπαντίνα) με ελαφρά κλίση για να μην κρατούντα υγρά…

3.
…Μπράβο μεγάλε. Να πεις στους κατά φαντασία «κορυφαίους υπουργούς» σου και να μεταφέρεις στο πρωθυπουργικό περιβάλλον (το οποίο βλέπεις μόνο με το τηλεσκόπιο του Κοπέρνικου) ότι καταφέρνεις να κάνεις τα νεύρα μας σερπαντίνα, κάθε φορά που κατά λάθος, πάνω στο καταραμένο ζάπινγκ, πέφτουμε πάνω στις «πληροφορίες» σου από «κορυφαίους υπουργούς» και στο υφάκι εκατό μαϊμού-καρδιναλίων! Αμάν πια! Μας έσκασες!!!

4.
Σας καλούμε στο «ΚΟΨΙΜΟ» της Πρωτοχρονιάτικης Πίτας...
Λες και όποιον φάει την πίτα θα τον πιάσει κόψιμο και θα τον πάει σερπαντίνα και εμείς είμαστε προσκεκλημένοι να το παρακολουθήσουμε.
Ή λες και θα πιάσει την ίδια την πίτα κόψιμο και θ' αρχίσει να κλάνει πριν κοπεί. Έλεος...
(σχολιάζει τη χρήση του «κόψιμο», αντί του σωστού «κοπή» σε πρόσκληση).
(διεκπεραιωτικά)

5.
Έβαλα και πλαϊνά σαμάρια από το γαϊδούρι του μπάρμπα μου του κωλοπυργιώτη γνωστός και ως Ungle AssTower! (Μπάμπης ο Καραμπίνας ένα πράμα) αλλά το κακό είναι ότι γέρνει μόνο από την μια πλευρά. Δεξιά δεν πλαγιάζει το μοτο.
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ;;;
ΥΓ.1 Είναι συλλεκτικό δεν πωλείται ή ανταλλάσσεται, ΥΓ.2 USB δεν παίζει. Αυτά είναι φλωριές. Firewire μόνο. ΥΓ.3 Επόμενη μόντα: Χέστρα με επιταχυντή κλανιών για 0-319,4χαω σε 4,2 δεύτερα και κύκλωμα μετατροπής σκατού σε φυσικό αέριο για εξοικονόμηση καυσίμου. Με μια φράπα και καπάκια ένα milko, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, με το αίμα που θα με πάει πίνοντας τα, κάνεις 2 φορές πήγαινε έλα Αθήνα Βερολίνο.
ΥΓ.4 Το έχω κάνει σερπαντίνα το θέμα.

6.
-…κι όσο για τον άλλον που βρίζει με πμ, θα τον φωνάξω την άλλη φορά να κρεμάσει αυτός μπάλες και λαμπιόνια επί τέσσερις ώρες στο γαμώδεντρο. Merry kissmyass!
-Παλικάάάάάριιιιιι!! Το στολίζεις το δέντρο; Το λαμπιόνι το κρεμάάάάάς;
-Τη φυσάω τη σερπαντίνα. Το λούζομαι το κομφετί.

(όλα ως εδώ απ’ το δίχτυ)

7.
-Ρε μαλάκες! Κάνω κάτι γαμήσια τελευταία με την Κούλα, άλλο πράμα! Χθες, την πηδούσα μια ώρα, έχυσα στην κοιλιά της κι αυτή ούρλιαζε ένα τέταρτο απ’ την καύλα!
-Σιγά! Εγώ με την Σούλα χθες γαμιόμασταν δυο ώρες, την πήραν τα φλόκια στη μάπα κι αυτή ούρλιαζε μισή ώρα απ’ την καύλα!!
-Α καλά! Εγώ τις προάλλες έριξα έναν κρύο στην Τούλα, πήγανε κι οι δεκαπέντε σaρπαντίνες στην κουρτίνα κι αυτή ακόμη ουρλιάζει!!!

(κλασικό, προσαρμοσμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την κλασσική έννοια, αγιασμός είναι η λειτουργία που γίνεται στην εκκλησία, κατά την οποία ο ιερέας αγιάζει το νερό(αγιασμό επίσης) που μ΄ αυτό θα ραντίσει και θα ευλογήσει τους πιστούς.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λειτουργία του αγιασμού αφορά τη λειτουργία της πεολειχίας στο γήπεδο από τον μπαργαλάτσο επιβήτορος.Εκεί παρέχεται ο αγιασμός που δεν έιναι άλλος από τη λάβα που εξέρχεται εκ του μπαργαλάτσου.

Αν το άτομο που θα λάβει την ευλογία είναι εξπέρ στα πνευστά, θα ευλογηθεί καλύτερα αφού δια των αριστοτεχνικών στοματικών κινήσεων του, θα επιτευχθεί μεγαλύτερη παραγωγή αγιασμού, η οποία θα αξιοποιηθεί καταλλήλως αφού δε θα χαθεί ούτε σταγόνα.

Ωστόσο και δια της διασπερματέυσεωςθα μπορούσε να επέλθει ο αγιασμός δια ραντίσματος του ατόμου που θα λάβει την ευλογία σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος του.

Αν και ο κλασσικός αγιασμός μπορεί να δοθεί και εκτός εκκλησίας καθώς και σε διάφορες χρονικές στιγμές της ημέρας, εντούτοις ο συγκεκριμένος αγιασμός έχει μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας.Παρέχεται οποτεδήποτε και οπουδήποτε συμφωνηθεί κοινά από τον επιβήτορα και από το άτομο που θα λάβει την ευλογία, έχει δεν έχει απεργία η ΕΥΔΑΠ.

Σημείωση:
1.O αγιασμός μπορεί να δοθεί είτε prive, είτε όχι, π.χ

2.Σε αντίθεση με την κλασσική περίπτωση όπου οι αναμένοντες την ευλογία δε συμμετέχουν στην παραγωγή αγιασμού, εδώ απαιτείται ο επιζητών την ευλογία να συμμετάσχει μετά του επιβήτορος (ποιμένος) δια την παραγωγή του αγιασμένου υγρού.

Αναφέρεται περιστατικό που συνέβη την 31/1
Παπα Γιώργης:Λάουρα να σε βλέπουμε και λίγο στην εκκλησία.Σε βλέπω κάποιες Κυριακές που περνάς αξημέρωτα την ώρα που πάω να ανοίξω την εκκλησία για τη λειτουργία αλλά μάλλον από ακολασίες γυρίζεις.Ελα αύριο ευλογημένη να πάρεις αγιασμό.
Η Λάουρα όμως ξεχάστηκε.Το βράδυ το είπε στον Μένιο.Ο Μένιος κοιτώντας την πονηρά της λέει:
-Μην ανησυχείς μανάριμου.Για σένα τώρα τις απόκριες και παπά Μένιος ντύνομαι.Γιαυτό σγούψε ευλογημένη και έλα να πάρεις αγιασμό.
-Και που είναι η εκκλησία σου παπά Μένιο μου;
-Εκει που είναι το καμπαναριό μου.Αντε, τι περιμένεις;

Αγιάσος Λέσβου:Ισως εδώ συμβαίνουν πολλοί τέτοιοι αγιασμοί. (από GATZMAN, 09/02/09)Μπαργαλάτσος ευλογίας (από GATZMAN, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified