Further tags

Αναφερόμενος στην επαγγελματική αργκό, είναι ένα κομμάτι καλώδιο περίπου 20 με 30 εκατοστά που έχει κολλημένα με καλάι συνήθως 60 μόλυβδο και 40 κασσίτερο σαν κράμα μαθές, δυο ελατηριωτούς ακροδέκτες που ομοιάζουν με κροκόδειλο και ιδιαίτερως στα σαγόνια του.

Η χρησιμότητά αυτού του εργαλείου στους ηλεκτρονικούς και ηλεκτρολόγους είναι να επιτυγχάνουν μια λυόμενη ηλεκτρολογική σύνδεση χάριν δοκιμών.

Ο όρος αναφέρεται και σε ένα ανυψωτικό υδραυλικό μηχάνημα που λέγεται και γρύλος και χρησιμεύει στην ανύψωση των οχημάτων.

- Παναγιωτάκη, πιάσε ρε αυτό το κροκοδειλάκι.
Ο Παναγής το πιάνει και κοιτά τον μάστορα για περαιτέρω οδηγίες
Και ο μάστορας λέει: - Α εντάξει, δεν είναι αυτό με τα 3000 volt.

(από ο αυτοκτονημενος, 15/12/10)(από ο αυτοκτονημενος, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το πολυσήμαντο çelik (βλαστός / μπόλι από φυτό / πετώ βλαστάρι / κλαδί - βέργα για στερεό φύτεμα / ατσάλι).

Σημαίνει:

  1. βέργα, μπόλι, κλαδάκι αλλά κυρίως ατσάλι (και ατσαλόπλακα). Εξού η τσιλικόβεργα, η τσιλίκα/τσαλίκα και οι τσιλιγκίριδες/τσιλιγκιρίδες (συχνό σύγχρονο επώνυμο το Τσιλιγκιρίδης) ήταν οι μάστορες που έβαφαν κι επεξεργάζονταν το ατσάλι,

  2. όταν μιλάμε για τη σωματική υγεία κάποιου: ατσαλένια και δηλώνει πως ο εν λόγω είναι υγιέστατος / τετράγερος / ρωμαλέος (απ' το τούρκικο çelik gibi),

  3. το παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι (κατά τόπους: τσαλίκα τσουμάκα –έτσι το έλεγα εγώ- ή τσελίκ τσομάκ ή τσιλίκα ή τσάλτικα ή τσελίκι) που παίζεται με δυο ξύλινες βέργες τη μια (τσαλίκα) μακρύτερη της άλλης που είναι μυτερή στις άκρες (τσιλίκι) με σκοπό χτυπώντας το τσιλίκι με την τσαλίκα μια ομάδα παιδιών να το στείλει μακρύτερα απ’ την άλλη. (απ’ το τούρκικο παιχνίδι çelik çomak), (μέχρις εδώ, τίποτε το σλαγκικό),

  4. όταν μιλάμε για πράγματα: το γερό, το ανθεκτικό, που δουλεύει άψογα,

  5. το άκαμπτο πέος εν στύση.

  6. Προφανώς, η φράση: «άδειο το μουνί, να παίξει την τσιλίκα» εννοεί στην κυριολεξία πως το μουνί όταν είναι άδειο θα κάνει παιχνίδι με την ψωλή (άδειο: ελεύθερο από ..δουλειά –«δεν αδειάζω» λέμε όταν δεν ευκαιρούμε να κάνουμε κάτι-) . Και παίρνει την κυρίως χρήση της με την ειρωνική έννοια «Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά / άλλο χαβά δε είχα...», «αυτό μου έλειπε τώρα» που αναφέρεται εδώ, βλ και σχόλιο.

  1. «Μη σε γελάει το μάχιμο αμάξωμα, το μοτέρ είναι τσιλίκι».

2 & 5
-Μα πιο πολύ με τα γεράματα με πειράζει που δε σηκώνεται να κάνω πράξη.
-Σοβαρά; Τι λες ρε συ!! Εμένα, τσιλίκι!!
-Σώπα ρε!! Μεταξύ μας τώρα!!
-Εε!! Δεν ήμαστε μωρά!! Ρώτα και την κυρά!! (sic)

  1. «…Μα την αλήθεια, όμως κόρη μου, δε μου αρέσει, αν όχι για τίποτε άλλο παρά μόνο γιατί είναι στρατιωτικός : όλοι τους είναι φωνακλάδες, μα ψάξε τους και δε θα βρεις ούτε ένανε χωρίς κάποιο κρυφό κουσούρι ή κάτι άλλο• που τους εμποδίζει να την έχουνε τσιλίκι. Και το χειρότερο, δε μ’ αρέσει γιατί κρέμονται τα κωλιά του : μόλο που μπορεί να είχε πέραση αν έλλειπαν οι άλλοι άντρες, πάλι δε θα ’ταν ο άντρας που θα διάλεγα...» (από μεταφρασμένο θεατρικό)

  2. Το παράδειγμα εδώ είναι άψογο. (Το λήμμα το ανέβασα μόνο και μόνο για την κατανόηση μέσω του 5 που θεώρησα πως έλειπε).

Κυνήγι της μπάλιζας (φαλαρίδας) από μονόξυλο στην αποξηραμένη σήμερα, Λίμνα. Διακρίνεται το τσιλίκι, το ξύλο με το οποίο ωθούσαν τη βάρκα στα ρηχά νερά. (από sstteffannoss, 14/12/10)"Οι πιτσιρίκοι". Το ξυλίκι ακούγεται στο 0:16-0:17, αλλά και σε άλλα σημεία του τραγουδιού (από GATZMAN, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αυλάκια στο πέλμα του λάστιχου (αυτοκινήτου, πούλμαν, κλπ). Λέγονται έτσι λόγω του σχεδίου που σχηματίζουν, που θυμίζει και καλούα μπακλαβά.

Ο όρος αυτός προέρχεται από τους παλιούς συνεργατζήδες.

Είδη μπακλαβά: ψαροκόκκαλο και «καράφλα». Ένα πέλμα λέγεται καραφλό αν δεν έχει μαμίσιο ψηλό μπακλαβά, ή αν αυτός έχει φθαρεί από την πολλή χρήση.

  1. Τον χειμωνα βαζουμε λαστιχα με «μπακλαβα» κατα προτιμηση «ψαροκοκκαλο». το καλοκαιρι βαζουμε καραφλα.
    (από το νέτι)

  2. το ζήτημα είναι αν το πέλμα (ο «μπακλαβάς» για τους παλιούς) του ελαστικού είναι καθαρό για να μπορεί να γραπώσει στην επιφάνεια στην οποία κινείται.
    (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ίδιο νοηματικό πλαίσιο με τον υφιστάμενο ορισμό, κροκοδειλάκια είναι οι απολήξεις καλωδίων με δαγκάνες που τους επιτρέπουν να γαντζώνονται σε πόλους μπαταρίας, σε άλλα καλώδια κλπ.

Κροκοδειλάκια, έτσι σκέτα, είναι ειδικά τα καλώδια με τέτοιες απολήξεις που χρησιμοποιούνται για να πάρουμε ρεύμα από άλλο αυτοκίνητο, αν έχει μείνει το δικό μας από μπαταρία.

Αυτονόητη η προέλευση από τις δαγκάνες του κροκόδειλου.

  1. Από εδώ:

Χρειάστηκε να βγάλω τους πόλους της μπαταρίας για check-up της μπαταρίας και μάλλον επειδή έβαλα πρώτα τον αρνητικό πόλο(-) κ μετά τον θετικό(+),μου ξανακλείδωσε το κοντέρ στα 999999. Αυτό το φαινόμενο είναι ΑΙΣΧΟΣ! Δεν γίνεται με το παραμικρό να κλειδώνει το κοντέρ. Το ίδιο έπαθα τις προάλλες με την μπαταρία που με άφησε κ επίσης απ' ό,τι έμαθα μπορεί να συμβεί με δανεισμό από άλλο όχημα (κροκοδειλάκια) κ τώρα βγάζοντας απλά τους πόλους!

  1. Από εδώ:

Οπότε αν δεν σκάσω τα 70 ευρώ για να κάνω αυτήν την μετατροπούλα, δεν πρόκειται να μπορέσω να φορτίσω την μπαταρία χωρίς να την βγάλω, σωστά; Αφού η μπαταρία χρειάζεται οπωσδήποτε βγάλσιμο στην περίπτωσή μου, τότε απλά αγοράζω τον φορτιστή, βγάζω την μπαταρία, την συνδέω στο φορτιστή με τα κροκοδειλάκια και τελείωσα, έτσι;

  1. Απόσπασμα εμπορικού καταλόγου από εδώ - τα καλώδια δεν αφορούν μπαταρίες αυτοκινήτου:

ΣΕΤ 10 ΚΑΛΩΔΙΩΝ ΜΕ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΑΚΙΑ 5 ΧΡΩΜΑΤΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτική ορολογία, το μπουγέλο αναφέρεται στον κουβά.

Πάρε το μπουγελάκι σου και σ' άλλη παραλία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτική ορολογία ο μπουλμές είναι ο τοίχος μέσα στο πλοίο.

Χτύπαγα το κεφάλι μου στον μπουλμέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το λουρί που φοράνε οι «φιλόζωοι» στο λαιμό των σκυλιών τους για να τα ελέγχουν, προκαλώντας τους πονόλαιμο και παροδική υποξεία όταν τα τραβούν από την αλυσίδα. Ενίοτε το λουρί αυτό εσωτερικά φέρει καρφιά και τραυματίζει σοβαρά το ζώο (δυστυχώς όχι το δίποδο).

  2. Το λαστιχάκι που βρίσκεται μέσα στο κουτί του φίλτρου αέρα των κινητήρων αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών, με σκοπό να καθορίζει κατά κάποιο τρόπο την ποσότητα εισαγωγής αέρα και κατά συνέπεια την περιεκτικότητά του προς καύση μείγματος.

  1. Γερμανική έρευνα απέδειξε ότι 46 στους 50 σκύλους που φορούσαν πνίχτη είχαν τραυματιστεί στο λαιμό, στην τραχεία ή στην πλάτη, ενώ 35 στους 50 θα υπέφεραν για όλη τους τη ζωή από χρόνιες τραχείτιδες, αναπνευστικά προβλήματα και άλλα σοβαρά θέματα υγείας.

Αναφερόμενοι σε παλιές και «απαρχαιωμένες» μεθόδους εκπαίδευσης και συγκεκριμένα στη χρήση του πνίχτη, η πλειονότητα των ειδικών του χώρου (εκπαιδευτές, κτηνίατροι, εκτροφείς) τονίζουν ομόφωνα ότι πρόκειται για τη χειρότερη μέθοδο εκπαίδευσης που θα μπορούσε να υπάρχει. Ο πνίχτης δεν είναι παρά ένα εργαλείο τιμωρίας και βασανισμού των ζώων και αποδεικνύει μόνο την αδυναμία των εκπαιδευτών να διδάξουν και να επικοινωνήσουν με τους σκύλους.

...από ιστότοπο.

2..α. ο πνιχτης παντως δεν ειναι ουτε το ενα σωληνακι ουτε το αλλο.ο πνιχτης ειναι αυτη η λαστιχενια εισοδος του αερα στο φιλτροκουτι, μην πας να το βγαλεις γιατι μετα δεν θα θα μπερδευτει το ιντζεκτιον επειδη δεν θα ρεει γραμικα και ομοιομορφα ο αερας μεσα στο φιλτροκουτι....

β. Εχεις τσεκαρει μεσα στο φιλτροκουτι ενα σωληνα 1 εκατοστο διαμετρο περιπου , αυτο νομιζω λεγεται πνίχτης (οχι μοντελοπνιχτης! :D ), και αυτο ειναι που ρυθμιζει κατα ενα μεγαλο ποσσοστο την εισροη αερα στο φιλτροκουτι σου.

....από μοτοφόρουμς...

(από perkins, 01/12/10)(από perkins, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντανιάζω σημαίνει βάζω πράγματα με προσοχή το ένα πάνω, δίπλα κλπ, στο άλλο.

Να μην συγχέεται με το στοιβάζω γιατί οι στοίβες είναι ατάκτως πεταμένα πράγματα σε ένα σωρό.

Και πόσο μάλλον, να μην συγχέεται με το στη βάζω, αν και έχει κάποια ομοιότητα με το ντανιάζω όταν γίνεται παρτούζα σε γραμμή παραγωγής.

Το ντάνα χρησιμοποιείται από τους φορτηγατζήδες TIR όταν περιμένουν την σειρά τους στα τελωνεία να περάσουν και ντανιάζονται τα φορτηγά επικαθήμενα, συρόμενα κλπ κλπ, το ένα πίσω από το άλλο.

CB επικοινωνία μεταξύ φορτηγατζήδων

Έλα λοχίας ακούς ;;
Ναι λεγε
Σε καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα μπαίνουμε στην ντάνα και θα πιούμε και κανα καφέ
Κκ μικρέ

Οχι απλή ντανα. Ντάνα Ιντερνάσιοναλ (από GATZMAN, 07/11/10)Εχει μαύρη ζώνη και 5 ντάν (από GATZMAN, 07/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τζουράς.

Νυκτό μουσικό όργανο, οκτάχορδο ή εξάχορδο. Έχει μανίκι και κεφαλάρι μπουζουκιού αλλά μικρότερο σκάφος, περίπου διπλάσιο από τον μπαγλαμά. Κατασκευάζεται από τα ίδια υλικά και με παρόμοιες τεχνικές με το μπουζούκι.

Ο ήχος του θυμίζει μπουζούκι αλλά έχει τη δική του ιδιαίτερη χροιά, γι' αυτό ο τζουράς έχει κατακτήσει την θέση που έχει σήμερα στην ελληνική λαϊκή ορχήστρα.

-Ωραίο νταλγκά το γαμημένο το μισομπούζουκο. Άλλη φκιάξη.

μισομπουζουκο (από iwn, 05/11/10)

Ο ορισμός του τζουρά από την Βικιπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται από μαρμαράδες - και δεν τους φαινότανε!

Είναι το κύρτωμα που γίνεται με λείανση στην πάνω εξωτερική πλευρά μιας μαρμαροποδιάς ή ενός μαρμάρινου σκαλοπατιού.

Στην περίπτωση που το κύρτωμα αφορά και την πάνω αλλά και την κάτω εξωτερική γωνία, τότε αυτή η εργασία λέγεται ολόκληρο τσιμπούκι.

Η ομοιότητα με άλλες δραστηριότητες είναι απλά φωνολογική.

Κ.Γ: - Αστρίτ, πότε θα είναι έτοιμη η σκάλα, ρε;
Α: - Αύριο το απόεμα κυρ - Ιάννη, να κάνω ως το βράδυ τα τελευταία μισοτσίμπουκα κι αύριο τα τσιμπούκια.
Κ.Γ: - (από μέσα του) Μωρέ μπράβο, τέτοιος λεβέντηςς....

Τσιμπούκια ο Τίγρης. (από perkins, 05/11/10)Γνήσιο μισοτσίμπουκο. (από perkins, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified