Further tags

Η κοπέλα που κλείνει τα ραντεβού σε κάθε είδους γραφεία. Αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον παράγοντα ή μεσάζοντα που «κλείνει» κάτι, μια συμφωνία, μία συνάντηση κ.τ.λ.

  1. - Βρήκε δουλειά η Άννα;
    - Της πρότεινε ένας ψυ να την πάρει για κλείστρα, αλλά με τόσα χρόνια σπουδές δεν της κάνει καρδιά.

  2. - Καλά οι καταδύσεις περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα που δίνει το ξενοδοχείο;
    - Όχι, αλλά μου δώσανε το τηλέφωνο της κλείστρας κι έχω κάνει τα κονέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τον οχετό άχρηστης πληροφορίας που αποκομίζει κανείς κατά τη θητεία του στο Π.Ν., ο όρος απευθύνεται στους Υπαξιωματικούς και σε όσους Κατώτερους Αξιωματικούς προέρχονται από σχολές Υπαξιωματικών -- όχι από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ).

Άρα μιλάμε για μια γκάμα από νεαρούς Υποκελευστές μέχρι τους τώρα-παίρνει-σύνταξη Ανθυποπλοιάρχους (ή Πλωτάρχες με υπερβύσμα και ταχύτατη ανέλιξη).

Συνηθέστερα χρησιμοποιείται από τους Υψηλόβαθμους Αξιωματικούς (της ΣΝΔ), όταν σνομπάρουν τους προαναφερθέντες συναδέλφους τους, που τους αντιμετωπίζουν ως... πλέμπα.

- Κύριε Πλοίαρχε, ο Σημαιοφόρος Μιζερόπουλος έστειλε πάλι Υπηρεσιακό Σημείωμα!
- Με τι θέμα, Κύριε Υποπλοίαρχε;
- Δεν λειτουργεί, λέει, ο ψύκτης στον θάλαμο 4 των κληρούχων.
- Και τι μας νοιάζει ο ψύκτης στον 4; Δεκαπέντε ναύτες έχουν μείνει όλοι κι όλοι, μαζεμένοι στον 1 για να μη βαριούνται! Πες στο πιλάφι ότι μας έχει πρήξει, κάθε μέρα κι από ένα Υπηρεσιακό! Άμα τον στείλω πίσω σε κάνα ναρκάλι, να δω σε ποιόν θα στέλνει τα κωλόχαρτά του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτωχομπινεδιάρικο παραεπάγγελμα με δυο μεγάλες ποικιλίες:

  • Περιμενάκιας ο πάροχος υπηρεσιών: προσεγγίζει αγκανακτισμένους πολίτες (το λι με ήτα) σε ουρές δημοσίων υπηρεσιώνε και τραπεζώνε και προσφέρεται να περιμένει για λογαριασμό τους με τις ώρες έναντι μικράς αμοιβής.
  • Ο περιμενάκιας ο αρμπιτραζέρ: πουλάει την θέση / χαρτάκι σειράς του σε βιαστικότερα από αυτόν άτομα. Οι πιο κωλοπετσωμένοι από δαύτους κόβουν συνεχώς νέα χαρτάκια προτεραιότητας τα οποία και πωλούν διαδοχικά.

Πρόκειται για καζάν-καζάν φάση, καθώς ο πελάτης μπορεί να αξιοποιήσει τον νεκρό αυτό χρόνο πιο βέλτσιστα. Η συνήθης αμοιβή του περιμενάκια κυμαίνεται από 2-4 ευρώπουλα (σε περιόδους αιχμής η αμοιβή αυξάνεται εκθετικά). Δαιμόνιο νεοελληνικής κοπής το λένε και είναι απλό!

1.
Η ΚΡΙΣΗ ΓΕΝΝΗΣΕ ΝΕΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Ο «περιμενάκιας» στήνεται σε ουρές… και περιμένει για σένα!

2.
«περιμενακιας», «αυτοφωράκιας» κ γενικα ο,τι βγαζει «μαύρο» χρημα Γεροντα!!! για να τη «σκαπουλαρουν» τα λαμογια...

3.
Οι «περιμενάκηδες» παρατηρούν τις… αγανακτισμένες «φάτσες» όσων περιμένουν τη σειρά τους, τους πλησιάζουν και τους ζητούν από 2 μέχρι και 5 ευρώ (εξαρτάται την κίνηση και τον χρόνο αναμονής). Κάποιοι για τους οποίους εξακολουθεί η ισχύς της λαϊκής ρήσης «ο χρόνος είναι χρήμα» και αν διαπιστώσουν πως θα πρέπει να περιμένουν… τουλάχιστον δύο ώρες… προτιμούν να αγοράσουν το χαρτάκι!

Πεδίο δράσης περιμενάκηδων (από σφυρίζων, 31/12/13)(από xalikoutis, 04/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμενο σε ταξιτζή:

Αυτός που δεν είναι δικτυωμένος ώστε να παίρνει καλοπληρωμένες πριβέ κούρσες για αεροδρόμια, λιμάνια, ξενοδοχεία κ.λπ.. Για να βγάλει το μεροκάματο, πήζει όλη μέρα στο μποτιλιάρισμα των πιο πολυσύχναστων μερών της πόλης, ορμώντας να πάρει την οποιαδήποτε κούρσα, ακόμη κι αν είναι του χιλιόμετρου με αντίτιμο τη σημαία και μόνο.

Πολεμάει σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα:
α/ με τους συναδέλφους του, ποιος θα επικρατήσει στη διεκδίκηση της ολοένα και πιο σπάνιας κούρσας
/β με το ίδιο το traffic και τις ψυχοφθόρες - αυτοκινητοφθόρες συνέπειές του
γ/ με τον κάθε τρελαμένο πελάτη που βιάζεται να προλάβει, αγχώνεται που το ρολόι γράφει χωρίς να κινείται φύλλο στο δρόμο και πάει λέγοντας. δ/ με το μεροκάματο που δεν βγαίνει, σε πείσμα της φιλότιμης προσπάθειάς του, αφού τι να τις κάνεις τριάντα κούρσες την ημέρα για φραγκοδίφραγκα, εκεί που έχουν φτάσει τα πετρέλαια, οι ασφάλειες, το ταμείο και τα συνεργεία...

Συνήθως, πολεμιστές είναι όσοι δεν έχουν ιδιόκτητο ταξί και νοικιάζουν όχημα, καθώς για να έχεις σταθερή «πριβέ» κίνηση πρέπει να έχεις αυτοκίνητο περιωπής, άριστης κατάστασης και μικρής ηλικίας. Τέτοια ταξί σπάνια διατίθενται προς ενοικίαση, συνεπώς όποιος νοικιάζει ταξί αυτομάτως καταδικάζεται σε «Πολεμιστή» της κίτρινης φυλής.

Τιλέρε μάστορα που θα μου κρατήσεις δύο μέρες μέσα το Octavia για αλλαγή δίσκο-πλατώ; Εγώ είμαι πολεμιστής, 400 km τη μέρα κάνει το αμάξι, θες να πεινάσει το παιδί μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δικαστής που συστηματικά αθωώνει κατηγορουμένους, περισσότερο από όσο ο ομιλητής θεωρεί σωστό, ούτως ώστε να γίνεται αρεστός στους δικηγόρους ή/και από ευθυνοφοβία. Ή, στα μονομελή πλημμελειοδικεία, για να έχει λιγότερη δουλειά, καθώς σε αυτά τα δικαστήρια οι αθωωτικές αποφάσεις κατά κανόνα δεν γράφονται αναλυτικά, παρά μόνο με την ενυπόγραφη συνοπτική σημείωση του δικαστή πάνω στο κατηγορητήριο (στο βασικό έγγραφο της δικογραφίας).

Λογοπαίγνιο με τον πλημμελειοδίκη, πρωτοδίκη κλπ. Αργκό της μικροκοινότητας των ποινικών δικηγόρων και των δικαστών.

- Καλά όλα αυτά, αλλά αν έχεις αμφιβολίες, δεν πρέπει να τον αθωώσεις;
- Ναι, απαιτείται απόλυτη δικανική πεποίθηση για να κηρύξεις κάποιον ένοχο. Μην φτάσουμε όμως να βρίσκουμε παντού αμφιβολίες για να είμαστε αθωοδίκες και να μας γουστάρουν οι συνήγοροι, μπας και δεν μας δυσκολεύουν στα ακροατήρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις παραδοσιακοί τρόποι για να αναρριχηθείς στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας στον τόπο μας:

  • Οι τέχνες, τα γράμματα, ο μόχθος και η σκληρή εργασία (βλ. το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;)
  • Αυτό που ο σερ Στέλιος Χατζηιωάννου αποκαλεί the Easy way: να έχεις πλούσιο μπαμπά ή να κάνεις πλούσιο γάμο.
  • Η δοκιμασμένη μέθοδος του γυμνοσάλιαγκα: γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά σου.

    Σλανγκιστί λοιπόν αφισοκολλητές αποκαλούνται οι κάθε συνομοταξίας -πατέρες και κομματόσκυλα με μικρές ή μεγάλες εξουσίες σε κρατικούς ή παρακρατικούς θώκους που αναρριχήθηκαν με τον τρίτο (και μακρύτερο) αυτό τρόπο, έχοντας πουλήσει εκδούλευση (σ.ς. κολλήσει αμέτρητες κομματικές αφίσες) αντί για ένσημα.

Βλ. επίσης: γενιά του Πολυτεχνείου, με το «σπαθί» της.

1.
Οι (πρώην) ΠΑΣΟΚ, αφισοκολλητές στου ΣΥΡΙΖΑ…

2.
Οι αλήτες-ρουφιάνοι-αφισοκολλητές που το παίζουν Δημοσιογράφοι και με ταυτότητα της ΕΣΗΕΑ

3.
Δέκα χρόνια μετά και αφού ο «σοσιαλιστής» Παπανδρέου γκρέμιζε τα κάστρα της ολιγαρχίας και διόριζε στην θέση τους αφισοκολλητές - βιομήχανους άρχισε να χτίζει τα νέα επιχειρηματικά τζάκια...

(από σφυρίζων, 25/11/13)Θόδωρος Κασσίμης στα πρ\'ωτα του βήματα (από σφυρίζων, 25/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Τον Μπάμπη δεν τον τσέκαρα είναι η αλήθεια, πάντως ο Τριαντά δεν τόχει, αν και μάλλον καθομιλουμένη ήτουνε παρά σλανγκ (άντε επαγγελματική το πολύ-πολύ). Οπότε βρίσκω ευκαιρία να το χώσω εδεπά, κι όποιος έχει αντίρρηση να μου τηλεγραφήσει.

Τριατατικός το λεπόν εκαλείτο ο υπάλληλος του προπολεμικού Υπουργείου Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων, Τηλεφώνων και Ζήμενς. (Αχαριστία [ρε πστ](http://www.slang.gr/definition/5640-re-pst), τζάμπα τα χώσανε τα φράγκα οι τεντέσκοι, τους κόψανε το Ζ απ' τη μαρκίζα. Από την άλλη, πώς θα τους λέγανε αλλιώς τους τριατατικούς, Τα Τρελά Τα Ζουζουνάκια; Ε, είχανε κι οι δικοί μας ένα δίκιο...).

  1. Έλαβε το απολυτήριο του Γυμνασίου και στη συνέχεια εργάστηκε ως υπάλληλος τηλεγραφητής (τριατατικός) στο Υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων (Τ.Τ.Τ.) [...] με το Λαϊκό Κόμμα [...] προσχώρησε στο Κόμμα Φιλελευθέρων [...] επανεξελέγη για τέταρτη και τελευταία φορά, πάντα με την ΕΡΕ [...] Άτιμη τηλεφωνία, άλλους τους ανεβάζεις

  2. [...]Μ. Ρέντζος, τριατατικός, μέλος της Επιτροπής, γραμματέας της νομαρχιακής Επιτροπής ΕΑΜ Πρέβεζας (εκτελέστηκε ξυλοκοπούμενος και συρόμενος στα πεζοδρόμια της Πρέβεζας) [...]
    κι άλλους τους κατεβάζεις.

    • Τριατατικοί λέγονταν τα μέλη του σωματείου Τηλεγραφητών, Τηλεφωνητών, Ταχυδρομικών, μέλος του οποίου ήταν ο Χ. Φλωράκης, τηλεγραφητής ήταν η δουλειά του μέχρι που βγήκε στο βουνό. Ως τηλεγραφητής πρωτογνώρισε μέσα από τις πάμπολλες μεταθέσεις του απ' άκρη σ' άκρη την Ελλάδα. Αιμοσταγής κομμουνιστοσυμμορίτης τριατατικός εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ποδήλατο-μινιμαλιά, αποψιλωμένο από κάθε περιττό καβλιτζέκι: μονοτάχυτο, χωρίς ελεύθερο και (στην πιο ρεντ μπουλ εκδοχή του) χωρίς φρένα. Οι επιβαίνοντες αυτού αποκαλούνται φιξάδες.

Το συνήθως πολύχρωμo φιξάκι είναι το απόλυτο αστικό ποδήλατο με άποψη. Η οδική συμπεριφορά του διαφέρει παρασλάγγης από ό,τι γνωρίζαμε. Ελλείψει ελεύθερου δεν ρολάρει (όσο κινείσαι γυρνάνε τα πετάλια), πράγμα που αρχικά ξενίζει - ειδικά όταν τρέχεις σε κατηφόρα. Σού επιτρέπει ωστόσο να το οδηγήσεις και με την όπισθεν και να κάνεις κάθε είδους ποστιλίκια που κλείνουν το μάτι στην καγκουροφροσύνη.

Ελλείψει φρένων, τα πράματα είναι σκούρα. Ή επιβραδύνεις το πετάλι ή σκιντάρεις: μετατοπίζεις δηλαδής το κέντρο βάρους σου στον μπροστινό τροχό (μειώνοντας την πρόσφυση του πίσω τροχού) και μπλοκάρεις τον πίσω τροχό κοντράροντας τα πετάλια με τα πόδια σου. Στη συνέχεια επαναφέρεις το κέντρο βάρους σου στον πίσω τροχό, προκαλώντας ολίσθηση («skid»). Διαδικασία γρήγορη και επαναλαμβανόμενη, μέχρι να σταματήσει το πουτσύλατο ή να φας το κεφάλι σου (whichever comes first, που λένε και στα βραστοχώρια). Οι πιο ντικάφ φιξάδες πάντως τοποθετούν μπροστινό εφεδρικό φρένο, μην τρελαθούμε.

Τα φιξάκια πρωτοφορέθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα παγκοσμίως από ψαγμένους κομιούτορες και ταχυμεταφορείς. Μοιραίως ξεφύτρωσε και στην χώρα μας η σχετική υποκουλτούρα, με όλα τα συμπαρομαρτούντα.

Εκ του αγγλικάνικου fixie.

1.
Να εύχεσαι να ναι μακρύς ο δρόμος (αν οδηγείς φιξάκι)

2.
Πλήθος πολύχρωμο μαζεμένο, αλλιώτικα ποδήλατα, πιό χρωματιστά και πιο όμορφα, ξέρετε το γεγονός ότι τα φιξάκια είναι μόδα και έχουν άλλο κοινό, οδηγεί τους κατασκευαστές να τολμήσουν χρωματικά.

3.
Το να έχεις φρένα στο fixie είναι φλωριά, γι'αυτό οι περισσότεροι φιξάδες δεν διαθέτουν φρένα.

4.
Aρέσουν στα κορίτσια οι φιξάδες; Μπαα! Απλώς τους κάνει εντύπωση το χωρίς φρένα ή τα ποδήλατα που έχουν ωραία χρώματα!

Πως να σκιντάρεις (από σφυρίζων, 18/11/13)Τυπικό φιξάκι (από σφυρίζων, 18/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά από τους πολιτικούς μηχανικούς απέναντι στους αρχιτέκτονες. Οι δεύτεροι έχουν μια τάση να πιστεύουν ότι εκτός από μηχανικοί είναι και καλλιτέχνες. Οι πολιτικοί μηχανικοί γνωρίζοντας ότι δεν είναι τίποτα από τα δύο, αμολάνε αίφνης την άνωθεν λέξη και τους γειώνουν.

H λέξη εμπεριέχει πολλά κιλά μπαρούτι και πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή, ιδίως αν ο εν λόγω αρχιτέκτονας είναι γυναίκα. Η αλυσιδωτή αντίδραση της εκφοράς της λέξης προκαλεί συνήθως ταραχή, ρίγη και την εύκολη ανταπάντηση «...άσε μας ρε μπετατζή!», που όμως δεν πείθει κανέναν.

- Kαι πού είπαμε σπουδάζεις;
- Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ.
- Α, μοδιστρούλα δηλαδή;
- Άσε μας ρε μπετατζή!

(από Khan, 11/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε μέλη του εκ Brooklyn ορμώμενου δόγματος των Μαρτυριάρηδων του Ιεχωβά, αλλά σε μαριδαίους μικρομετόχους εταιρειών, η συμμετοχή των οποίων ανέρχεται σε ποσοστά τοις χιλίοις (‰).

Χρηματιστηριακό / επιχειρηματικό λολοπαίγνιο.

Η αρχιεπισκοπή Κύπρου είναι ο βασικός μέτοχος της Ελληνικής Τράπεζας. Οι λοιποί μέτοχοι είναι ως επί το πλείστον χιλιαστές. Χα χαχα χα, καλό ε;
(αμήχανη σιωπή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified