Σεξουαλικό παιχνίδισμα κατά το οποίο η παρτενέρ ταλαντεύει με δύναμη τα στήθη της στο πρόσωπο του ανήμπορου να αντιδράσει αρσενικού. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να λάβει χώρα ένα βυζοσκάμπιλο είναι τα στήθη να είναι αρκούντως μεγάλα (εξού και η ανικανότητα του αρσενικού να αντιδράσει αφού έχει μείνει κάγκελο από το μέγεθος).

- Ρε Μήτσο, πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα. Σε πλακώσανε στο ξύλο πάλι;
- Άσε ρε μαλάκα... Γνώρισα μια 40άρα εχθές το βράδυ και με τάραξε στα βυζοσκάμπιλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, ο οποίος απευθύνεται σε γυναίκες συνήθως εύσωμες, άσχημες και διανοητικά ένα κλικ πίσω.

Ρε βλάκα σού 'χω πει να μην την ξαναπέσεις σε μπουρούχα γκόμενα. Χαλάς την πιάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός αντικειμένων παλαιάς τεχνολογίας, μεγάλου όγκου, που έχουν χάσει την λειτουργικότητά τους.

Ρε βλάκα άντε πάρε κανάν υπολογιστή, αυτή η μπουρούχα, ο 386 που έχεις είναι για το μουσείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταστρατήγηση πνευματικών δικαιωμάτων. Ο όρος προκύπτει ως εξής:

κλοπή + copyright (κατοχύρωση πνευματικής ιδιοκτησίας) = clopy + copyright = clopyright

- Δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλη συλλογή MP3! Έχεις και τα αυθεντικά CD;
- Όχι ρε, τρελός είσαι; Clopyright όλα είναι από νετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος «κάνει τον Κινέζο» ή «το παίζει Κινέζος» όταν προσποιείται τον ανήξερο, μην καταλαβαίνοντας αυτό που του λένε, όπως θα έκανε ένας Κινέζος αν του μίλαγαν ελληνικά.

Συνώνυμα (συντάσσονται με τα ρήματα κάνω και παίζω):

- μαλάκας
- μαλέκος
- Αλέκος
- πάπια

- Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ ρε Τάσο;
- Μ' έδιωξε η Σούλα απ' το σπίτι...
- Γιατί;
- Κατούρησα με το καπάκι του καμπινέ κάτω κι όταν μου ζήτησε τα ρέστα έκανα τον Κινέζο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζητώ εξηγήσεις ή ενώ είμαι υποχρεωμένος ή υπόλογος, προβάλλω απαιτήσεις ή κατηγορώ.

- Με τράκαρες από πίσω, σου είπα θα κάνω φιλική δήλωση και ζητάς και τα ρέστα από πάνω ρε μαλάκα;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(επίρρημα, και φατσικώς): Γνωρίζω ή αναγνωρίζω εξ' όψεως.

-Πού τον ξέρεις το Μπάμπη εσύ;
-Δεν τον ξέρω, φατσικά μόνο απ' την παρέα του Λάκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «πρώτο τραπέζι πίστα» στα καθαρευουσιάνικα.

Το τραπέζι που βρίσκεται κοντύτερα στην πίστα σκυλάδικου ή παρόμοιου είδους κέντρου διασκέδασης.

Και πού 'σαι γκαρσόν, βάλε μας άλφα τράπεζα πίστεως, και φέρε μας και 30 πανέρια γαρούφαλα ναούμ'...

Χρήσιμο για πρώτο τραπέζι πίστα (από Khan, 07/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γηπεδικό επιφώνημα.

Η ευρεία χρήση του κι εκτός γηπέδου παρατηρήθηκε με τη δημοσίευση σχετικής διαφήμισης του ΟΠΑΠ (circa 2006), κατά την οποία ο πρωταγωνιστής, εθισμένος με το ποδόσφαιρο και το ΠΡΟ-ΠΟ, χρησιμοποιεί το εν λόγω επιφώνημα και στην εξωγηπεδική ζωή του (βλ. 2ο παράδειγμα και ηχοντοκουμέντο).

Πλέον, χρησιμοποιείται κυρίως σε προτάσεις ερωτηματικές ως προς τον τόπο κάποιου προσώπου ή αντικειμένου (π.χ. της μπάλλας που έχει μπει στα δίχτυα), συντάσσεται δηλαδή με το τοπικό ερωτηματικό επίρρημα πού. Συναντάται πάντως, καταχρηστικά, και σε άλλου είδους ερωτηματικές προτάσεις.

  1. Πουυυυυύ 'ναι η μπάλλα, Ο-Ε-Ο, πουυυυύ 'ναι ή μπάλλα; Πουυυυυυύ 'ναι η μπάααααααλλα, Ο-Ε-Ο που 'ναι η μπάαααλαααααα!

  2. -Δεσποινίς...
    -Με ζητήσατε πρόεδρε;
    -Μμμάλιστα δεσποινίς... κάτι λείπει απ' το γραφείο μου...
    -Τι εννοείτε;
    -Η γυάλα μου, με το χρυσόψαρο, λλλείπει!
    -Αχ, η γυάλα:!
    -Μάλιστα δεσποινίς, η γυάλα! Πού είναι η γυάλα;! Οέο; Πού 'ναι η γυάλα;! Οέο; Πουυυυυύ 'ναι η γυάλα, οέο, πουυυυύ 'ναι η γυάλα;! Πουυυυύ 'ναι η γυάαααααλααααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολεμική τέχνη που χρησιμοποιείται κυρίως από αυτούς που νομίζουν οτι μπορούν να παλέψουν. Χρησιμοποιείται κυρίως από Έλληνες.

Βλ. και ταβερνόξυλο.

Αυτός ξέρει βαράτε, ζίου μήτσου και άλλες πολεμικές λέξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified