Το φιξάκι, η πρέζα που πασάρουν σε κάποιον έχοντας βάλει μέσα δηλητήριο για να τον βγάλουν απ' τη μέση.

«Αγόρι μου, έχεις δει ποτέ να χτυπάνε ψάκι; Εγώ είδα κάποτε τον Κουτσοπόδαρο όταν τ' άρπαξε στο Φίλλυ. Είχαμε μοντάρει στο δωμάτιό του έναν καθρέφτη που βλέπεις από πίσω, σαν εκείνους στα μπουρδέλα και ταρίφα ένα διπλόμουντζο για να τον πάρουν μάτι. Απ' το μπράτσο τη βελόνα δεν την έβγαλε ποτέ.»

William Burroughs - Γυμνό Γεύμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαρτονόμισμα των 10 ευρώ, αφού 2 μούντζες = 10 δάχτυλα. Μάγκικη έκφραση που ίσως να προέρχεται από καλιαρντά.

-Καλά ρε μαλάκα, έδωσες 2 διπλόμουντζα γι' αυτήν την αηδία; Μαλάκα σε πιάσανε!!!
-Άσε ρε Γιωργάκη, μη μου το θυμίζεις τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Στη μάγκικη διάλεκτο, το αραίωμα της κοκαΐνης με άλλη ουσία.

Τι μαλακίες είναι αυτές ρε! Ποιος έκοψε την κοκαΐνα μου με χάρπικ;

Δες και κόψιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασμένος στον υπέρτατο βαθμό, κυρίως από ξίδια κι ενίοτε από ντράγκια (βαρβιτούρες κλπ).

Συνήθως καβατζάρει παγκάκι για να βγάλει το βράδυ του.

-Χούφτιασ'τη μαλάκα! Κόκαλο το γκομενάκι!
-(ΦΦΡΡΑΑΠΠ!) Αύριο θα ψάχνει για υμένα και πορτοφόλι. ΔΕ ΜΑΣ ΧΑΛΑΣΕΕ! χεχεε! -χεχεχεχε!...

«Κόκαλο με λένε και είμαι όλο λιώμα απ' το μπουκάλι του κρασιού αφήνω μόνο πώμα»

Νότια Μπάχαλα (lyrics)

(από OstySan, 16/05/10)

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζάμπα, δωρεάν.

Έχω έναν γνωστό στο μαγαζί, θα μπούμε κούτρα.

Emilio Butragenio (από iwn, 21/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάφος, τσιγαριλίκι. Βγαίνει από το «γάρος» (το οποίο βγαίνει από το «τσιγάρο»).

Τι θα γίνει, θα πιούμε κανα ρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδίωμα γυναίκας ή γυναικωτού, μελλοντική κολόμπα.

- Φέρθηκε μπαμπέσικα ο τσεκαρέος, μας έριξε Χ μπροστά στην παρέα του Σταμάτη ενώ εμείς άραγκον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική λέξη για τα ανδρικά γεννητικά όργανα. Χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα που έχουν ξεπεράσει το 40ο έτος της ηλικίας τους.

-Τι έγινε ρε Βάγγο; Γιατί ουρλιάζεις σαν Αυστραλοπίθηκος;
-Ασε ρε φίλε..Με τσίμπησε κουνούπι στα τζετζέλια και μου έκανε μεγάλη ζημιά..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ωραίος» (και κυρίως το «σσσ'ωραίοςςς»), το οποίο υποδηλώνει μια σωστή και τσίλικη πράξη.

-Έδειρα τον Τζώννυ, γιατί την έπεφτε στη Νίτσα την αδερφή μου.
-Ζαγοραίος..!

(από acg, 19/04/08)(από Khan, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο και χονδρό πέος, γρύλος (πολλοί χρησιμοποιούν την φράση, λίγοι το διαθέτουν).

- Φύγε ρε Σταυράκο μη πετάξω έξω το σπαρδαλούπακα σου λέω! Ρε μαζέψε το, το σταυροκατσάβιδο μέσα να πούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified