...Εκ του «μανάρω» (=αυνανίζομαι), ο Μαλάκας!!! ...Χρήζει επεξήγησης;;

  1. - Πάψε, ρε μαναριτά!!

  2. - Και ακούς αυτόν τον μαναριτά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... Από το «ρουφάω» και «κλάνω» -...ευνόητα τα περαιτέρω.
... Αναφέρεται, τόσο ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ (στους αρεσκόμενους στην συγκεκριμένη πράξη) όσο και -κυρίως- μεταφορικώς με απαξιωτική έννοια...

  1. Ωχ... καημένε, αυτή τη ρουφοκλάνα βρήκες και τη βλέπεις και σα γκόμενα;

  2. Καλά... Τι περιμένεις από αυτόν τον ρουφοκλάνη... Τάξε του θέση, και δεν θα 'χει κανένα πρόβλημα...

Ντέλα Ρουφοκλάνη (από Vrastaman, 24/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αμφιφυλόφιλος, ο αρεσκόμενος τόσο να τον «δίνει» όσο και να τον «παίρνει», (με άτομα του ίδιου φύλου, βεβαίως-βεβαίως!).

Στην καθομιλουμένη, κάτι χειρότερο από τον πούστη, υπό την έννοια ότι ο ένας έχει προκαθορισμένα «γούστα», ενώ ο άλλος είναι «απρόβλεπτος».

  1. - Ωχουουου!!!! Άσε με που μου αναφέρεις αυτόν τον μπινέ.

  2. - Ξέρεις τι μπινές είναι αυτός... Μακριά!

Ἀλφρέδος Μπινές (από aias.ath, 03/12/09)Mr Bin (από aias.ath, 05/12/09)Mr Ibn (από aias.ath, 05/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...Ο αυνανιζόμενος με τον κλασικό τρόπο, εκτελών παλίνδρομον κίνησιν!...

(Προφανώς νησιώτικο, που συμπλέκει την«τρόμπα» άντλησης νερού από τη βάρκα, που έχει χαρακτηριστική κίνηση, και «μαρίνα» - το μέρος σύναξης σκαφών..)

... -Άστον τον τρόμπα, ρε...
... -Καλά, μ' αυτόν ασχολείσαι; Αυτός είναι τρομπαμαρίνας!!

Τρόμπα Μαρίνα (από panos1962, 07/11/09)

τρόμπα μαρίνα ονομαζόταν παλιά η μπουρού (τηλεβόας) που διέθεταν τα ναυτικά σκάφη (κυρίως του πολεμικού ναυτικού). Δούλευε με αέρα και μάλιστα στα παλιότερα σκάφη, με μία ειδικού τύπου χειροκίνητη τρόμπα. Ως slang, σήμαινε θορυβώδη (φωνακλού) γυναίκα. Αδόκιμα στο αρσενικό (τρομπομαρίνας), τον θορυβώδη άνθρωπο. Με τον καιρό εξελίχτηκε και συγχωνεύτηκε με τον όρο «τρόμπας» που καμία σχέση δεν είχε μέχρι πρότινος. Χρησιμοποιείται ακόμα από λιγοστούς με την αρχική έννοια, ωστόσο ευρύτερα έχει πια τον ορισμό που έδωσε ο black_hawk.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αισχρό βρίσιμο, που μόνο μπινές θα μπορούσε να εκφέρει...

  2. Μεζεδάκια πικάντικα και μικρής ποσότητας συνήθως, που συνοδεύουν «σκληρά», «πατροπαράδοτα» οινοπνευματώδη (ούζο, τσίπουρο, κλπ)

  1. -Όταν τον συνάντησα τον πούστη, τού 'ριξα κάτι μπινελίκια που δεν ήξερε από πού τού 'ρθαν!!

  2. - Καλά, χθες, στο τάδε μαγαζί που πήγαμε για ουζάκι, είχε και κάτι μπινελίκια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ. ουδ.): Σχέση που συνάπτεται με ιδιαιτέρως... συγκεκριμένο σκοπό.

Τι έρωτες κλπ μου λες τώρα. Εγώ ψάχνω για κάνα πηδύλλιο για να στρώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Oυσ. ουδ.): Παλιρροϊκό κύμα που σε χτυπάει αν βρεθείς κατά λάθος σε παραλία gay γυμνιστών στη Μύκονο!

- Μπάμπη πάμε να φύγουμε από δω, θα μας σηκώσει το τσουτσουνάμι.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.

- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!

(από Khan, 27/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ. ουδ.): Ο καφές που σερβίρεται σε σταθμούς ΚΤΕΛ, καράβια κ.λπ.

- Άσε ρε φίλε που θα πιω το ρόφτυμα. Πιάσε μια χάινεκεν μέχρι να 'ρθει το Κτεου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαχή καλτ φιγούρας ελληνικού πορνό σινεμά. Συνήθης σύνταξη με το τροπικό ΕΕΕΕΕΤΣΙ....

Χρήση: ποικίλλει από συνθήκες σεξ μέχρι την παρουσία του Ολυμπιακού στην Ευρώπη. Και όλα τα ενδιάμεσα.

ΠΕΝΤΑΡΑ ΠΑΛΙ;;;;;ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΤΣΙ ΒΕΝΤΟΥΖΑ ΒΕΝΤΟΥΖΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified