Οι γκέι.
Ο Λούλης ανήκει στο τρίτο φύλο. Το χαϊδεύει το τριζόνι!
Οι γκέι.
Ο Λούλης ανήκει στο τρίτο φύλο. Το χαϊδεύει το τριζόνι!
Got a better definition? Add it!
Οι γκέι, κατά το τρίτο φύλο. Κι από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή.
Ο Λούλης είναι τρίτο στεφάνι φάση. Όπου γάμος και χαρά, ο Λούλης πρώτος την αδειάζει την μπομπονιέρα!
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι, κατά το τρίτο φύλο. Κι επειδή για τον «άντρακλα» (εντός πολλών εισαγωγικών) Ελληνάρα, το να ακούς «Τρίτο Πρόγραμμα» στο ραδιόφωνο, με μουσική Χατζηδάκι κ.τ.λ. φαντάζει κάπως αδερφίστικο.
Μεταξύ μας, ο Λούλης τις ακούει τις ειδήσεις των οκτώ μου φαίνεται! Και μάλιστα, όχι όπου κι όπου! Στο Τρίτο Πρόγραμμα!
Βλ. και τρίτο στεφάνι, το
Got a better definition? Add it!
Το να έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου σημαίνει να είσαι πολύ άντρακλας, να χέζεις στο δάσος. Η έκφραση προέκυψε από κλασικό ανέκδοτο, βλ. παράδειγμα.
- Τι κάνεις ρε Νικολό;
- Καλά ρε Γιάννο, να μόλις γύρισα απ' το Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, όπου σπούδασα Λογική.
- Και τι σημαίνει αυτό;
- Ασχολήθηκα με τους συνειρμούς.
- Δηλαδή;
- Θα σου πω ένα παράδειγμα: Έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου;
- Ναι.
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν τα ψάρια.
- Ασφαλώς.
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν κι όλα τα πλάσματα του Θεού, η φύση, τα ζώα.
- Δεν έχεις κι άδικο!
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν κι οι γυναίκες.
- Αυτό να λέγεται!
- Άρα είσαι άντρακλας!
- Έλα ρε συ! Λοιπόν, είναι σοφοί αυτοί εκεί στο Πούτσεστερ!
(Την επόμενη ο Γιάννος βρίσκει τον Αντώνη, άλλο φίλο).
- Είδα χτες τον φίλο μας το Νικολό, διέπρεψε στο Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, όπου έκανε Λογική!
- Τι είναι αυτό;
- Θα σου πω: Έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου;
- Όχι!
- Ρε μπας και είσαι πούστης;;;
(Λέγεται και στην βερσιόν: Άρα είσαι πούστης!)
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι, η κουδουνίστρα.
Μεταξύ μας, ο Λούλης το χορεύει το λάτιν! Είναι και η πρώτη κουνίστρα!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηριστική έκφραση καπνιστή ο οποίος προσπαθεί να το κόψει αλλά δεν την παλεύει να μην κάνει ένα τσιγαράκι με τον καφέ.
- Ρε Μητσάρα, τι ανάβεις τσιγάρο; Χθες δεν είπες ότι το έκοψες;
- Άσε ρε Κώτσο, αφού ξέρεις, ο ρουφιάνος του τσιγάρου είναι ο καφές. Δεν μπορώ να μην κάνω ένα.
Got a better definition? Add it!
O μπεκρής, ο μέθυσος του στυλ Ορέστης Μακρής, το άτομο που έχει ως μέγιστη αξία ζωής το ποτό, με ιδιαίτερη προτίμηση στην τσικουδιά, τσίπουρο.
-Νά 'χαμε τώρα ένα καραφάκι ρακί ε; Να πίναμε ένα ποτηράκι...
-Ρε τσικουδόχοιρε, ούτε 1 δεν πήγε η ώρα, θες να πιεις;
Βλ. και μπεκροκανάτα, ρούκουνας
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό αρκτικόλεξο SOS και την εμφατική κατάληξη -αρα, η σοσάρα είναι το πάρα πολύ σημαντικό. Συνήθως λέγεται για θέματα, που είναι πιθανό να πέσουν σε εξετάσεις.
Υπερθετικός: σούπερ-σοσάρα, καρασοσάρα.
-Από την ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ περιμένεις ρε καημένε να σου πουν τις σοσάρες των εξετάσεων; Αφού το έχουν μυριστεί οι καθηγητές τι παίζει και βάζουν τα αντίθετα από τις σοσάρες που υποδεικνύουν οι παρατάξεις.
-Ναι, αλλά μερικές φορές βαριούνται και βάζουν κάθε χρόνο τα ίδια.
Got a better definition? Add it!
Η γαμιοσύνη χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο αριστοκρατικά γαμάτο. Είναι η γαμιοσύνη που ξεχωρίζει τους γαμάτους από τους υπεράνω γαμάτους.
1)Ο Skoumas έχει υπερβολική γαμιοσύνη.
2) Είστε δαιμόνιος, γαμιοσυνότατε!
3) Η γαμιοσύνη του/της έλκει πλανήτες
4) Γαμιόσυνος είδηση.
5) Τη γαμιοσύνη μη τη κλαις εκεί που πάει να σκύψει με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο Νάτη πετιέται απο ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου
Got a better definition? Add it!
Οδηγός τζιπουροφορτηγίδας ή πολυτελούς μαούνας, της οποίας το κόστος απόκτησης και το μέγεθος είναι αντιθέτως ανάλογο με το βαθμό οδικής συμπεριφοράς του «χοιριστή» της, καθώς και της πρακτικότητας της σε αστική χρήση..
Θα παρακάμψει με άνεση μια σειρά προπορευόμενων οχημάτων που περιμένουν σε ένα φανάρι για να στρίψουν φροντίζοντας να περάσει μπροστά από το σηματοδότη, να παρακωλύσει το ρεύμα που συνεχίζει ευθεία και προς τις δύο κατευθύνσεις (αν είναι δυνατόν) και θα απαιτήσει μόλις το φανάρι του ανοίξει - γιατί πιστεύει πως κι αυτό πλέον του ανήκει - ο οδηγός του οχήματος που είναι πια πίσω του να το αφήσει για λίγο (δεν θα χαλάσει κι ο κόσμος) και γεμάτος χαρά και υπερηφάνεια να σταθεί διακριτικά σε σημείο που να είναι αντιληπτός από τον κύριο Σαζγράφογλου και με μικρή υπόκλιση/νεύμα να του γνωστοποιήσει πως αν ήθελε μπορούσε να ξεκινήσει...
...γιατί αν του κορνάρει θα ήταν το λιγότερο άκομψο - αν όχι αγενές και άδικο γιατί έχει σημαντικότατες υποχρεώσεις να φέρει σε πέρας, μιλάει σε ένα τουλάχιστον κινητό και γενικά ο χρόνος του είναι πολυτιμότερος από οποιουδήποτε άλλου που κάνει χρήση των δρόμων μόνο και μόνο για να τον καθυστερεί...
Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι αρκετά, αλλά για να μην το κουράσω, μένω στο παραπάνω το οποίο θεωρώ αντιπροσωπευτικό του «επιθέτου»... κατάλληλο και για κυρία ή δεσποινίδα...
Got a better definition? Add it!