Το να βγαίνεις από τον διαδικτυακό κόσμο, για να πατήσεις χορτάρι (touch grass) και να κάνεις πράγματα στον πραγματικό.

Σου χρειάζεται λίγο τατς γκρας. Δεν μπορείς να είσαι στο Ίντερνετ 24/24.

Got a better definition? Add it!

Published

Το απόθεμα ενέργειας που έχεις για κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Αγγλιστί: social battery.

Θέλω να πάω σπίτι, η κοινωνική μπαταρία μου έχει εξαντληθεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας μπίμπο, δηλαδή ο όμορφος άνδρας χωρίς μυαλό.

Είναι χίμπο, μόνο για φακ μπάντι είναι καλός.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι που είναι ό,τι να ΄ναι και ταυτόχρονα σχετικά κουλ. Προέρχεται από σειρά με βιντεάκια του youtuber Αλεξέι Γκερασίμοφ, ενώ προηγουμένως ήταν τραγούδι ρωσικού μουσικού συγκροτήματος. (Δες). Ειδικά η τουαλέτα σκίπιτι είναι αυτή μέσα από την οποία βγαίνει ένα ανθρώπινο πρόσωπο.

  1. Είναι ρίζλερ με τελείως σκίπιτι τρόπο.
  2. Ο Κώστας Τσάκωνας ήταν σκίπιτι before it was cool.

Got a better definition? Add it!

Published

Ένας άνδρας που έχει αυτοπεποίθηση και μπορεί να είναι μοναχικός λύκος, ιστάμενος έξω από μια κοινωνική ιεραρχία ή ομάδα. Εν μέρει αντιδάνειο από το αγγλικό sigma male, από το γράμμα της ελληνικής αλφαβήτου σίγμα, σε αντίθεση με το alpha male, beta male, που είναι αρχικά όροι της εθολογίας των ζώων.

Το 2024 η προσοχή των γυναικών έφυγε από τους αλφάδες και πήγε στα σίγμα μέιλς.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ της αγγλικής λέξης negging εκ του negative. Σημαίνει το να χειραγωγώ συναισθηματικά μέσω του να κάνω αρνητικά και υπονομευτικά σχόλια συνεχώς, στο οποίο κολλάνε άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, προκειμένου να αποδείξουν την αξία τους.

Τα ρεντ φλαγκς υπήρχαν από την αρχή της σχέσης, ειδικά το πώς σε νέγκαρε, αλλά εσύ δεν τα έβλεπες, γιατί τότε δεν ήσουν ώριμος.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι που είναι μέτριο, μη εντυπωσιακό. Από το αγγλικό mid.

Είναι πολύ μιντ, δεν αξίζει να ασχοληθείς.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει χάρισμα στο φλερτ, τη γοητεία και τη σαγήνη. Αντιδάνειο από το rizz, που προκύπτει από το charisma.

Είναι ρίζλερ, αλλά είναι τελείως επιφανειακό άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ίνφλουενσερ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ειδικεύεται στη γυμναστική.

Έχει ως πέρσοναλ τρέινερ έναν διάσημο τζίμφλουενσερ.

Got a better definition? Add it!

Published

Το σάπισμα στο κρεβάτι, όπου έχεις μεταφέρει ηλεκτρονικές συσκευές, βιβλία κ.ά.

Δεν θα βγω το πρωί, θα κάνω μπεντ ρότινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published