(επίρρημα, και φατσικώς): Γνωρίζω ή αναγνωρίζω εξ' όψεως.
-Πού τον ξέρεις το Μπάμπη εσύ;
-Δεν τον ξέρω, φατσικά μόνο απ' την παρέα του Λάκη.
(επίρρημα, και φατσικώς): Γνωρίζω ή αναγνωρίζω εξ' όψεως.
-Πού τον ξέρεις το Μπάμπη εσύ;
-Δεν τον ξέρω, φατσικά μόνο απ' την παρέα του Λάκη.
Got a better definition? Add it!
Ζητώ εξηγήσεις ή ενώ είμαι υποχρεωμένος ή υπόλογος, προβάλλω απαιτήσεις ή κατηγορώ.
- Με τράκαρες από πίσω, σου είπα θα κάνω φιλική δήλωση και ζητάς και τα ρέστα από πάνω ρε μαλάκα;!
Got a better definition? Add it!
Κάποιος «κάνει τον Κινέζο» ή «το παίζει Κινέζος» όταν προσποιείται τον ανήξερο, μην καταλαβαίνοντας αυτό που του λένε, όπως θα έκανε ένας Κινέζος αν του μίλαγαν ελληνικά.
Συνώνυμα (συντάσσονται με τα ρήματα κάνω και παίζω):
- μαλάκας
- μαλέκος
- Αλέκος
- πάπια
- Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ ρε Τάσο;
- Μ' έδιωξε η Σούλα απ' το σπίτι...
- Γιατί;
- Κατούρησα με το καπάκι του καμπινέ κάτω κι όταν μου ζήτησε τα ρέστα έκανα τον Κινέζο...
Got a better definition? Add it!
Καταστρατήγηση πνευματικών δικαιωμάτων. Ο όρος προκύπτει ως εξής:
κλοπή + copyright (κατοχύρωση πνευματικής ιδιοκτησίας) = clopy + copyright = clopyright
- Δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλη συλλογή MP3! Έχεις και τα αυθεντικά CD;
- Όχι ρε, τρελός είσαι; Clopyright όλα είναι από νετ...
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός αντικειμένων παλαιάς τεχνολογίας, μεγάλου όγκου, που έχουν χάσει την λειτουργικότητά τους.
Ρε βλάκα άντε πάρε κανάν υπολογιστή, αυτή η μπουρούχα, ο 386 που έχεις είναι για το μουσείο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, ο οποίος απευθύνεται σε γυναίκες συνήθως εύσωμες, άσχημες και διανοητικά ένα κλικ πίσω.
Ρε βλάκα σού 'χω πει να μην την ξαναπέσεις σε μπουρούχα γκόμενα. Χαλάς την πιάτσα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σεξουαλικό παιχνίδισμα κατά το οποίο η παρτενέρ ταλαντεύει με δύναμη τα στήθη της στο πρόσωπο του ανήμπορου να αντιδράσει αρσενικού. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να λάβει χώρα ένα βυζοσκάμπιλο είναι τα στήθη να είναι αρκούντως μεγάλα (εξού και η ανικανότητα του αρσενικού να αντιδράσει αφού έχει μείνει κάγκελο από το μέγεθος).
- Ρε Μήτσο, πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα. Σε πλακώσανε στο ξύλο πάλι;
- Άσε ρε μαλάκα... Γνώρισα μια 40άρα εχθές το βράδυ και με τάραξε στα βυζοσκάμπιλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το χρήμα. Χρησιμοποιείται μόνο κατά την έλλειψή του με την έκφραση «δεν υπάρχει σάλιο».
-Θα τσοντάρεις τίποτα για την βενζίνη ή πάλι εγώ ο μαλάκας θα πληρώσω; -Τι να τσοντάρω ρε φίλε, αφού το ξέρεις πως δεν υπάρχει σάλιο. Από τότε που κατάλαβε ο πατέρας πως δεν έχω περάσει ούτε ένα μάθημα, κόπηκε η επιχορήγηση!
Got a better definition? Add it!
Υπαρξιακή σχολή, η οποία βασίζεται στο ρεύμα της ηλιθιότητας που αναπτύσσεται και ακμάζει στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.
Κάνει τη μια μαλακία πίσω απ' την άλλη. Τέτοιος κατελισμός ούτε ο ίδιος ο ηγέτης...
Σχετικό: Κατέλης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ψέμα.
Χθες κάτσαμε με τον Νίκο τον σαλιάρη, πω τον πούστη, μας έπνιξε στο σάλιο...
Got a better definition? Add it!