Λογοπαίγνιο του αγγλικού payroll, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί δια την αναφορά σε εφήμερο σεξουαλικό παρτενέρ (fuckbuddy), με την/τον οποία/ον συνευρίσκεται σε τακτά διαστήματα ο αναφερόμενος. Η πράξη γίνεται ίσως και από υποχρέωση, για να μην χαθεί η/ο παρτενέρ από την διαθεσιμότητα.

Άσε, μου έστειλε η Άντα να πάω σπίτι της απόψε και βαριέμαι απίστευτα. Έλα όμως που την έχω στο πέηroll και πρέπει να την πηδάω μια φορά τη βδομάδα, μη λακίσει και βρει άλλον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που έκανε την εμφάνισή του μαζί με την άνοδο της Χρυσής Αυγής τα τελευταία χρόνια. Αναφέρεται σε άτομα που αν και δεν έχουν σαφώς τοποθετηθεί υπέρ αυτού του γεμάτου παλουκάρια κόμματος, ωστόσο η εν γένει συμπεριφορά τους αυτό καταδεικνύει.

Το πρωτοάκουσα από μαθητή Λυκείου φέτος.

Στο σχολείο μας έχουμς χρυσαυγίτες και μερικούς που αυγουλίζουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρός καυλάγγελος, η ψωλήνα, η καυλομουμούνα, η χαρίεσσα γητεύτρια του πέοντος καυλόπαις. Άλλη μια ανωμαλία του καυλοπυρέσσοντος lyrical gangsta Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Να μην συγχέεται με τις σύγχρονες μορφές ψωλόπαιδο ή ψωλοπαίδι που σημαίνουν κωλόπαιδο ή ψωλαράς.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ ἐξαισία ψωλοπαίς, ἐννοοῦσα τί ἤθελεν ὁ νέος θαυμαστής της καὶ γνωρίζουσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε (ὤ, πῶς!) διὰ νὰ χύσηι καὶ αὐτή, επρόκειτο νὰ λάβηι (καὶ ἀσφαλῶς εἰς μεγάλην ποσότητα) χώραν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, ἔλαβε τὴν ὑπερσφύζουσαν ψωλάραν εἰς τὸ στόμα της καὶ κλείουσα σφικτὰ τὰ χείλη της γύρω ἀπὸ ὅσον μποροῦσε μεγαλύτερον μέρος τοῦ πελωρίου καυλοῦ ἤρχισε νὰ βυζαίνηι περιπαθῶς τὴν δονουμένην καυλοπούτσαν...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 247).

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λάτρης / η λάτρις του πέοντος εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...πλην των βαθέων αναστεναγμών του ηδονιζομένου ανδρός και του μικρού υγρού θορύβου που έκαμνε η εργαζομένη επί του χονδρού καυλού γλώσσα της ψωλοφίλου κόρης, τίποτε άλλο δεν ηκούετο.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 15, σελ. 102)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κωλογαμήσι εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...η βατευόμενη μικρούλα Λαπωνίς, με τα μάτια της υπερμέτρως ανοικτά και γουρλωμένα, από την πίεσιν των ισχυρών και ανενδότων, των καυστικών, σχεδόν, εισδύσεων της πελωρίας και αιχμηράς κυνοψωλής, απελάμβανε τώρα βαθέως την υπό του ωραίου ζώου πρωκτογάμευσίν της.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 121)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαρτυρικώς καυλοσφαδάζων και καυλοπυρέσσων.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Μόλις ετελείωσε ο τριπλούς οργασμός, η Τζέην εξ οίκτου δια τον λαγνοσφαδάζοντα ανικανοποίητον μολοσσόν της... (ΛΟΓΟΚΡΙΝΕΤΑΙ!)
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 122)

Αισθητοποίησις της κυνογαμευθείσης κορασίδος. (από Khan, 01/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμιάς, ο επιβήτωρ.

Ο σύζυγος στα αρχαία (εκ του γαμέω, νυμφεύομαι).

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ο ευτυχής τετράπους γαμέτης, βατεύων αυτήν με οίστρον φλογερόν, εξέπεμπε από καιρού εις καιρόν συντόμους αλλά εξάλλους υλακάς ηδονής καθώς εκέντριζε με το αιχμήεν πέος του το εξαίσιον γυναικείον μουνί εις το οποίον είχε πλέον λυσιτελώς εισδύσει.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 123)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλιδερό, έγκαυλο τε και καυλωτικό.

Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά που χρησιμοποιούσε κι ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας ο Εμπειρίκος.

  1. Τι θα έλεγε άραγε ο κύριος Μακ Γκρέγκορ,εάν εμάνθανε ότι προ μιας και ημισείας ώρας, η μαμά της, αυτή η σοβαρή και ευγενική κυρία, είχε κάμει και αυτή μ α λ α κ ί α ν, όπως τα μικρά καυλιάρικα κορίτσια;
    (Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 129)

2.
Ένα ξανθό καυλιάρικο MILF που θα ήθελες να πηδήξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ογκώδης και σφύζων ερωτικός σωλήν, η χονδροπούτσα.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...η χαρίεσσα κορασίς, αγαλιώσσα, εξετόξευσε πάλιν την γλώσσαν της και ήρχισε να γλείφη γρήγορα, ως έγκαυλος σκυλίτσα, το προ αυτής λιμνάζον σπέρμα, φανταζόμενη ότι το έγλειφε και το κατέπινε από την εμέσσουσαν αυτό μεγαλοπούτσαν του Μακ Γκρέγορ...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 133)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αι εκτοξευόμεναι κατά ριπάς ρουκέτται παχύρρευστου ψωλόχυματος.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Η απαλή ως μαγνόλια παις, καίτοι επνίγετο σχεδόν από τας επα΄΄ηλους ορμητικάς σπερμαρορουκέττας, κατέοιε όλον τον γλοιώδη αρσενικόν οπόν, αγβνιζόμενη απεγνωσμένως να μη της διαφύγη ούτε μία σταγών...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 139)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified