Ο αυτόματος μεταφραστής του γούγλη.

Δηλαδή, το απόλυτο χάος.

Κάποτε, όταν είδωλα επέβαιναν, πήρε το σκυλί στο καθήκον κατά τη γούνα στην πλάτη και τον σήκωσε περίπου ένα μέτρο σε ύψος. Ο σκύλος ήταν ακόμα στον αέρα με τα πόδια του και στη συνέχεια γύρισε εξέπληξε εντελώς το κεφάλι προς τα είδωλα, που τον έκανε να πέσει στη βάση όριο. Μετά από αρκετές τούμπες ήρθε σε μια στάση. Η δράση Kasimir συνοδεύεται με εκκωφαντικό αποφλοίωση. Ο σκύλος από την υπηρεσία δεν έτρεξε ποτέ μαζί της. Τον είχε δώσει.

Σ.τ.σ.: δεν παραθέτω το (γερμανικό) πρωτότυπο, όποιος το καταφέρει θα μπει στο βιβλίο γκίνες, μα τις χίλιες πίπες.

Α, και δεν πρόκειται περί φριχτής ιστορίας βασανισμού ζώων, είναι ένα ανώδυνο και κωμικό συμβάν.

Το Bad Romance μεταφρασμένο από γουγλομεταφραστή. (από Khan, 14/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός προσώπου. Κάποιος που φανταζόμαστε ότι φοράει γραβάτα με σφιχτό κόμπο, οπότε είναι ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

- Φλώρος που δεν είναι ψημένος στην ζωή, τρυφερόκωλος. Γιατί με την γραβάτα σφιχτά δεμένη δεν είσαι μαχίμι, είσαι άκαπνος, για να είσαι μαχίμι απαιτείται άλλου είδους ένδυση, όπως και για να κάνεις ρεπορτάζ.

- Κάποιος που πάει by the book, που δεν είναι παιδί της πιάτσας, δεν είναι στο κουρμπέτι, οπότε τον πιάνουν κότσο.

- Ο ατσαλάκωτος, αυτός που δεν εκτίθεται, που δεν είναι συναισθηματικά διαθέσιμος, που κρύβεται πίσω από μια άψογη επίσημη εμφάνιση.

- Εκπρόσωπος της κρατικής γραφειοκρατίας που κρατάει από τον καιρό των ψαλιδοκώληδων ταλανίζοντας τους λοιπούς Έλληνες, ή ειδικά κάποιο στέλεχος κώματος, που ζει στην κοσμάρα του εκφραζόμενη με ξύλινη γλώσσα και ωσεκτουτού δεν μπορεί να αφουγκραστεί τα προβλήματα του λαού και της κενωνίας. Ή κάποιος τηλεντελάλης χατζηγραβάτας του συστήματος που διαπρέπει στα παραθύρια όντας μάχιμος μόνο σε παραθυρομαχίες. Σε όλες τις περιπτώσεις λαμόγιο που έχει καβατζωθεί εις βάρος του συνόλου.

Και ταλιμπάν.

1. Και σου βγαίνει ο γραβατάκιας από το ΥΠΕΚΑ και σου λέει, κύριοι μην καίτε τα τζάκια και τις ξυλόσομπες αν δεν είναι ανάγκη. Ρε μπαγλαμά, δεν το κάνουν από γούστο. Δεν είναι στο σαλέ τους, γυμνοί στη φλοκάτη με ένα μπουκάλι κρασί. Τουρτουρίζουν μέσα στο σπίτι και πρέπει να ζεστάνουν τα παιδιά τους.

2. Γιατί ένας γραβατάκιας του Γραφείου Τύπου, κοιμάται όλη μέρα. Αυτός είναι ο κύριος «Τίποτα»......

3. Ντροπή! Έπρεπε να γίνεις γραβατάκιας, να μπεις στο δημόσιο, να εξασφαλιστείς με παχυλούς μισθούς και εφάπαξ. Να εξασφαλιστείς.

4. Υπ'οψιν για να μην παρεξηγουμαι παιδια,δεν ειμαι ο γραβατακιας που παει το αμαξι στο εξουσιοδοτημενο σερβις και τον γδερνουν,ειμαι απο μικρο παιδι επανω στα αυτοκινητα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός για τον μουσουλμάνο, που συνήθως χρησιμοποιείται σε ακροδεξιά ισλαμοφοβική συνάφεια.

1. Είδανε βυζιά τα μουσλίμια και σκιάχτηκαν … και χάθηκαν … να πάνε να μινάρουν! Τα χαλάνε τα μουσλίμια βλέπεις τα βυζιά!

2. ΠΕΤΑΞΤΕ ΤΑ ΜΟΥΣΛΙΜΙΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΑΚΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗ......

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φαντάρος που ναι μεν εισήχθη στην γιωτομπαλέ κατηγορία (Ι3-Ι4), αλλά νιώθοντας ότι έτσι αποτελεί στόχο χλεύης και περιφρόνησης από τους υπόλοιπους, προσπαθεί μανιωδώς να αποτινάξει το στίγμα του γιωτά από πάνω του, επιδιώκοντας συμμετοχή και δείχνοντας ζήλο σε όλες τις δραστηριότητες (ασκήσεις, πορείες κ.τλ.). Διακαής του πόθος να αλλάξει η Σωματική Ικανότητα (κατά την διάρκεια της θητείας εννοείται).

- Ο Αντωνίου γιατί έρχεται στην πορεία ρε μαλάκα; Νομίζω του έβγαλε ο γιατρός χαρτί πως δεν κάνει να συμμετέχει σ'αυτά.
- Δεν το δείχνει ποτέ ρε φίλε. Ο τύπος είναι φουλ γιωτοκομάντο. Παλεύει να αλλάξει το Ι του εδώ και πόσο καιρό, αλλά χλωμό το κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.

Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.

- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακριβής μετάφρασης αμερικάνικης έκφρασης. Σημαίνει κατουράω. Συνήθως λέγεται δηκτικά.

- Αυτός εδώ στραγγίζει την σαύρα του στην μέση του δρόμου.
- Πφφ!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος έχει ψυχολογικά προβλήματα, ότι πάει να του τη σβουρίξει, λόγω μελαγχολίας κατά κύριο λόγο.

«Απατός» + γενική της προσωπικής αντωνυμίας στην Κρήτη σημαίνει εαυτός, ο ίδιος, όπως λ.χ. στη φράση «θωρείς κι απατός σου», παναπεί «το βλέπεις κι ο ίδιος». Σύμφωνα με το λεξικό Ξανθινάκη προκύπτει από τη φράση απ' αυτός.

Γιατί, όμως, όταν κάποιος είναι ή φαίνεται σαν τον απατό του, δηλαδή, όταν είναι ή μας φαίνεται... σαν τον εαυτό του, να σημαίνει λίγο πολύ ότι το χάνει;

Χαοτικό ρισπέκτ στον Homo sapiens Cretensis, που σκέφτεται τόσο ωραία: ναι, κάποιος που είναι και φαίνεται σαν τον εαυτό του, είναι αυτός ο οποίος μελαγχολώντας, παίρνει τον εαυτό του και την κατάστασή του υπερβολικά σοβαρά, τόσο ώστε να φέρει και κουβαλάει τον εαυτό του σε βαθμό που να (του, μας) γίνεται ένα φορτίο που φαίνεται, που οι άλλοι το(ν) βλέπουν. Κάπως όπως σε αυτά τα βιντεάκια με την κατάθλιψη, η οποία εμφανίζεται σαν μια μαύρη σκιά ή ένας μαύρος σκύλος (-->) να συντροφεύει και να βαραίνει τον καταθλιπτικό, αλλά ο καταθλιπτικός ξέρει ότι η κατάθλιψη έχει μάλλον τη μούρη της αφεντομουτσουνάρας του (αλλά μην του πείτε, γιατί θα νιώσει αδύνατο να απαλλαγεί, ίσως...). Κάποιος είναι σαν τον απατό του, δεν είναι ο εαυτός του, είναι σκιά του εαυτού του, από υπερβολικό εαυτό.

Αλλά ως γνωστόν όταν η κατάθλιψη, το πένθος κι η μελαγχολία σοβαρεύουν, φτάνουν στην ψύχωση. Εκεί ο καταθλιπτικός αρχινάει κανονικότατα να είναι σαν τον απατό του, δηλαδή, όχι μόνο σαν τον εαυτό του, αλλά και σαν από μόνος του, σουλατσάρει στο δρόμο κι είναι στην κοσμάρα του. Σαν τον απατό του... Κάπου στις Ψυχώσεις γράφει ο Λακάν ότι ναι μεν ο κοινός θνητός που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός, αλλά κι ότι και ο βασιλιάς που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός.

Γιατί, όμως, λέει, η έκφραση ότι είναι σαν τον απατό του, κι όχι απλά ο απατός του; Νομίζω ότι συντρέχει κι άλλος λόγος, πέρα από τα όσα πιο πάνω μισο-έγραψα: με αυτό το σαν η λαϊκή σκέψη απέφευγε την αμετροέπεια.

- Χρήστο, είδα μωρέ το φίλο σου το Μαθιό κι ήτονε στο δρόμο σαν τον απατό του, μούδε με χαιρέτηξε μούδε πράμα...
- Μάνα, σταμάτα να με ψαρεύεις...
- Ίντα μωρέ λέεις, δεν είναι καλά το κοπέλι...
- Μάνα...
- ...
- Ε, ρε Ρόιτερς, πράμα δε σου ξεφεύγει, και χρωστεί τα μαλλιοκέφαλά ν-του, κι η γυναίκα του τον απατάει...
- Ιιιιιι! Καλά το κατάλαβα εγώ, με το φίλο σας το Λευτέρη, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σαβουρογάμης που το'χει και καμάρι.

Γεια σου ρε Δήμο με τα μπαζάκια σου - είσαι μεγάλος μπαζανόβας τελικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγγλιστί kazoo.

Ψηλέ, πιάσε μία το enter sandman στο κλανίνο να τη βρούμε.

(από Khan, 18/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που προκύπτει από την συγκοπή και την σύνθεση των λέξεων Πεθε(ρά) + (Σα)βούρα.

Άχρηστο, άκομψο και ακαλαίσθητο αντικείμενο που έχει περιέλθει στα χέρια σου ως δώρο από την πεθερά σου.

- Πού το βρήκες μωρή αυτό το βάζο; Ούτε στα κινέζικα δεν τα πουλάνε πια αυτά...
- Άσε, έμπλεξα με την πεθεβούρα και δεν μπορώ να την πετάξω. Όποτε έρχεται σπίτι κοιτάει να δει που την έχω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified