Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.
- Εσύ κομμουνιστής και ο γιος σου χουντικός;
- Όχι χουντικός, φουντικός!
Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.
- Εσύ κομμουνιστής και ο γιος σου χουντικός;
- Όχι χουντικός, φουντικός!
Got a better definition? Add it!
Published
Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.
- Φώτη, μιλάς σοβαρά τώρα; Εσύ αριστερός, και ο γιός σου είναι φασίστας;
- Όχι, φασίστας, χασίστας είναι βρε!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο ηλικιωμένος που έχει το θράσος και ερωτεύεται (δεν ντρεπόμαστε λέω 'γω;). Κανονικά βέβαια θα έπρεπε να αναγνωρίζεται και στους γέροντες το δικαίωμα στην καψούρα, αλλά η κενωνία που ζούμε είναι κακεντρεχής και η αργκό είναι έτοιμη να καυτηριάσει με λεξιπλασίες όσους ηλικιωμένους τολμήσουν να αναπτύξουν μια θεωρούμενη ως νεανική συμπεριφορά (βλ. γεροντομπεμπέκα, γεροντοκαψούρα, γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο).
Εξάλλου, ο όρος συχνά κράζει όσους γέροντες χρησιμοποιούν χρήμα, ισχύ και κοινωνική θέση για να την πέσουν σε νεώτερες ευειδείς υπάρξεις, λ.χ. καπιταληστές που παρελαύνουν με trophy girls, σοσιαληστές που την πέφτουν ως έκφραση της παπανδρεϊκής ανθρωπιάς τους, όσους έχουν ζηλώσει την δόξα του Berlusconi και του Strauss-Kahn, υβριδικούς γεροντο-πουτανοκαψούρηδες που στους καιρούς της πλασματικής ευφορίας τρώγανε όλο το βιος τους σε ζαχοπουλάδικα κ.ο.κ. Άλλοτε πάλι θίγει απλώς ότι ένας παππούς έχει τρελαθεί με ένα πιπίνι, το οποίο θεωρείται δείγμα ξεμωράματος τ. «καψουρεύει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι».
1. Όλοι τους, τα χρόνια εκείνα, είχαν για λόγους prestige εξωσυζυγικές σχέσεις. Πρότυπο σοσιαλιστών και μη ο γεροντοκαψούρης Ανδρέας!
2. Να ειρωνεύεται ο καραίσκος τον τραγουδιστή του έρωτα ε μα αυτό πάει πολύ. ποιός ο καραίσκος ο γνωστός σε όλους μουνιενιές και σαλιάρης μονίμως καψούρης-γεροντοκαψούρης ακόμα και ο πάριος θα μπορούσε να πάρει μαθήματα σαλιαρίσματος και αιδοιοδουλείας από τον καραίσκο, ήμαρτον καραίσκο ποσο πια φαρισαισμό κρύβει το κούφιο σου κεφάλι
3. Εκείνες τις περιπτώσεις με τους γηραιούς αλλά «φορτωμένους» κυρίους που απευθύνονται σε σχετικά γραφεία, για να τους παρέχουν όμορφες συνοδούς πολυτελείας, προκειμένου να κάνουν εντύπωση στα δείπνα και στα ραντεβού που έχουν. Μόλις όμως η συνοδός μυρίζεται παραδάκι, αρχίζει...να έχει απαιτήσεις. Εκείνη τη στιγμή εάν ο «παππούς με το χαρτί» είναι έξυπνος και όχι κανάς...γεροντοκαψούρης, φροντίζει να ζητήσει από το γραφείο, να την αντικαταστήσουν με κάποια...χαμηλότερων απαιτήσεων.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για χρήστες κάνναβης που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλη χώρα που είναι νομιμοποιημένη η χρήση όπως Ολλανδία, Η.Π.Α. επειδή στην χώρα καταγωγής τους η χρήση είναι παράνομη.
- Ο Κώστας που χάθηκε; Πες του να έρθει μαζί μας να πιούμε κανά τσιγάρο.
- Άσε. Δεν τα έμαθες; Μπαφομετανάστης για Ολλανδία να την πίνει αραχτός και με το νόμο.
Λινκ σχετικού ρεπορτάζ για ισχυρό κύμα ελληνικής μπαφομετανάστευσης που παρατηρήθηκε πρόσφατα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός για όλα τα νονέϊμ είδη που χορηγεί ο Ε.Σ. στους στρατευόμενους. Χαρακτηρίζονται από:
Αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις:
(Σε εστιατόριο κέντρου νεοσυλλέκτων)
- Ρε μαλάκα, στο θεό σου! Τι είναι αυτό που τρώμε; Χοιρινό ή μοσχάρι;
- Είναι κρέας υπηρεσίας φίλε.
- Δηλαδή;
- Μού'πε ο μάγειρας οτι η σφραγίδα του κτηνίατρου είναι απο το Μάρτιο του 1952, και οτι το κόβουνε μερίδες με την πριονοκορδέλα.
- Αυτή είναι η γκοτζίλα που ακούγαμε... Λές να πάθουμε τίποτα;
- Μπαααα αφου μας κάναν αντιπεθανικό.
(Σε παραλία)
- Κόζαρε ρε μαλάκα αυτούς τους δύο τύπους.
- Ε τι;
- Πετσέτα και σαγιονάρα υπηρεσίας στην παραλία;
- Πώ-πώ μαλάκα... Δεν προκειται να σταυρώσουν γκόμενα με τίποτα.
(Μεταξύ φαντάρων)
- Τι έπαθε το κινητό σου ρε φίλε;
- Μη μου το θυμίζεις ρε, έπεσε αντικουνουπικό στην οθόνη και μου την έλιωσε.
- Απο Autan έγινε αυτό;
- Τι Autan μου λές ρε; Κουνουπέλαιο υπηρεσίας ήταν.
Got a better definition? Add it!
Ρήμα μάλλον νέας κοπής, που έχει, όσο και να πεις, κάποια πλεονεκτήματα. Δεν είναι τόσο φλώρικο όσο το κάνω έρωτα, δεν είναι τόσο μπρουτ φακτ όσο το κάνω σεξ, δεν είναι κακόσημο και κραγμένο όσο τα γαμιέμαι, πηδιέμαι, δεν είναι χαζό υπονοούμενο όπως το το κάνω. Αντιθέτως και ψιλομαγκίτικο είναι, και ανάλαφρο, και χαριτωμενίστικο έως ψιλογουτσιστικό οπότε συντρέχουν λόγοι για να φορεθεί, μεταξύ των οποίων και ο απλός λόγος ότι κάποιες φορές χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις μια μη συναισθηματικώς φορτισμένη λέξη, η οποία όμως να μην είναι και υπερβολικά κυριλέ.
- Πώς πήγε με το Λίλιαν στο ΣουΚού;
- Ε μηνυματιστήκαμε αβέρτα, και αφού φαινόταν ότι το μωρό ψαχνόταν έκανα τις κινήσεις και τελικά σεξαριστήκαμε τρελά χτες.
Got a better definition? Add it!
Δέον, απλώς, να επισημανθεί ότι δίπλα σε όλες τις πάμπολλες φαλλοκρατικές χρήσεις του γαμάω, χρησιμοποιείται πλέον και από (συμβατικά λεγόμενες/ους) «ερωμένες» και «ερωμένους» για να σημάνει ότι γαμάνε τον εραστή τους από την πλευρά του/ της ερωμένου/ης, που δεν είναι όμως καθόλου ένας παθητικός ρόλος, όπως θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε κάποιες γλωσσικές προκαταλήψεις. Δεν φιλοσοφώ άλλο περί του θέματος, καθώς τα γράφει εξαιρετικά ο σλάνγκαρχος Λύο Καλοβυρνάς εδώ. Αξίζει πάντως η διερώτηση κατά πόσον η κορεκτιλάτη αυτή χρήση νέας κοπής μας ήρθε από τα αγγλικάνικα (το to fuck που χρησιμοποιείται και από τον/την ερώμενο/η), αν συνδέεται με θήλεα νέας κοπής που ρίχνουν δυο μουνιά φού και φού, με υφισταμένους που πέτυχαν να ανέλθουν στην επαγγελματική ιεραρχία βρίσκοντας την σωστή απάντηση στο προαιώνιο ερώτημα ποιον πρέπει να γαμήσω κ.τ.ό.
- Και της είχε πει της Καυλάουρας το Λίλιαν να μην γαμήσει τον Μένιο από το πρώτο ραντεβού, αλλά πού αυτή! Μες στην καύλα της, τον γάμησε τρεις φορές, και το άλλο πρωί μόλις ξυπνήσανε τού 'ριξε κι από πάνω άλλο ένα μουνί.
Got a better definition? Add it!
Το τελείως γκάου άτομο που είναι για πολλές σφαλιάρες.
Αυτά που βγαίνει και λέει είναι για πολλές σφαλιαρίτσες.
Μεγάλη μαλάκω είναι, αλλά έχει έναν κώλο για τρελές σφαλιαρίτσες, βγάζει γούστα!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που μιλάει πολύ, ο ευφραδής.
Βαρεθήκαμε πια τους πολιτικούς που είναι στωμύλοι στα παράθυρα, αλλά δεν κάνουν τίποτα για την κοινωνία, όταν αναλαμβάνουν θέση!
Got a better definition? Add it!
Γλιτώνω, διαφεύγω τον κίνδυνο.
Λέγανε ότι θα μας χτυπήσει μετεωρίτης, αλλά την σκαπουλάραμε κι αυτή τη φορά.
Got a better definition? Add it!