Ο πούστης στον καθωσπρέπει -γραπτό κυρίως- λόγο.
Να μην πάμε κι εμείς μια φορά διακοπές σαν άνθρωποι ρε φούστη μου;
Ο πούστης στον καθωσπρέπει -γραπτό κυρίως- λόγο.
Να μην πάμε κι εμείς μια φορά διακοπές σαν άνθρωποι ρε φούστη μου;
Got a better definition? Add it!
Ο πούτσος, κωδικοποιημένος ώστε να περνάει το μήνυμα, αλλά και να μην προσβάλλει, μιας και χρησιμοποιώντας το λήμμα δεν λέμε στην πραγματικότητα τη λέξη πούτσος. Που είναι κακιά. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο.
Ε στο φούτσο μου ρε φίλε κι εμένα...
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, αυτός που λυσσάει για ψωμί. Μεταφορικά ο τσίπης, ο τσιγκούνης ή ο φτωχός, φτωχομπινεδιάρης.
Τάκης: - Θα τις φας τις πατάτες που σου 'μειναν;
Σάκης: - Γιατί, τις θες;
Τάκης: - Αν δεν τις φας, ναι...
Σάκης: - Μα δεν έχεις τελειώσει τις δικές σου ακόμα!
Τάκης: - Θα τις φάω μετά. Λέγε, να τις πάρω;
Ο Τάκης είναι ψωμόλυσσας.
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση που μας χαλάει, που δεν τη γουστάρουμε.
Got a better definition? Add it!
Κάνω σκληρή οικονομία.
α. (www.eksegersi.gr) ...αυτών που φτύνουν αίμα καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και κάνουν το σκατό παξιμάδι για να εξαγοράσουν επιβίωση...
β. (www.sonik.gr) ...και αν ρωτήσετε τους Άγγλους τους φαίνεται ακριβό το εισιτήριο για τα φεστιβάλ αλλά κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να πάνε κάθε χρονιά...
Σχετικά: βάζω το χέρι στην τσέπη και πιάνω την κάλτσα, δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Λεσβιακός σχηματισμός κατά τον οποίο δύο αιδοία φιλιούνται μεταξύ τους.
(«Δυο ζευγάρια σε ταξίδι αναψυχής», διήγημα):
[...] τότε σηκώνεται η Αγγελική και περνάει το ένα πόδι της πάνω από την Χαρά και το άλλο από κάτω και αρχίζουν να κάνουν πλακομούνι...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση αγανάκτησης, παρμένη από την ταινία «Ορατότης Μηδέν» (βλ. παράδειγμα 2). Σε ορισμένες περιπτώσεις το «κάρβουνο» μπορεί να αντικατασταθεί με αυτό ακριβώς που προκαλεί την αγανάκτηση (βλ. γ παράδειγμα). Ο βαθμός αγανάκτησης απαιτεί και μια άλφα γραφικότητα στην εκφώνηση της έκφρασης (βλ. ταινία).
- Έλα να ξαδούμε το Matrix ρε Μπάμη (για χιλιοστή φορά)
- Όχι άλλο κάρβουνο! (με μαρτυρικό τόνο)
(από την ταινία) - Τι κάνετε μωρέ; Σταματήστε το κάρβουνο... Όχι άλλο κάρβουνο!
(www.in.gr) Όχι Άλλο LINUX! Μετανοώ! Υπόσχομαι να ξαναμελετήσω Linux και να επιστρέψω με τον κηδεμόνα μου.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για τον χαζό, για τον αργό στην σκέψη.
- Πάλι τα ίδια θα λέμε, τόσες φορές στο εξήγησα. Καλά κάρβουνο καις;
Got a better definition? Add it!
Βρέχομαι, γίνομαι λούτσα.
- Καλά, πώς είσαι έτσι βρεγμένος;
- Ερχόμουν σπίτι με τα πόδια και πιάνει μια μπόρα, δεν φαντάζεσαι, παπί έγινα μέχρι να φτάσω.
Got a better definition? Add it!
Παθαίνω σοκ απο αυτά που ακούω ή βλέπω. Αλλιώς, μου πέφτουν τα μαλλιά.
Μου είπε ότι η Βαρκελώνη είναι στο Ιράκ και με καράφλιασε!
Βλ. και καράφλιασα
Got a better definition? Add it!