Έκφραση που χρησιμοποιείται από αυτούς που παίζουν στοίχημα, για να πουν πως έχασαν κάποιο ή κάποια από τα παιχνίδια που είχαν παίξει.

Πάλι στον κουβά ρε γαμώτο! Δυο εβδομάδες τώρα δεν έχω πάρει ούτε ευρώ! Μήπως να κόψω το στοίχημα και να αρχίσω το Kino;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος συνώνυμος του γνωστού μαλάκα. Χρησιμοποιείται όταν θέλει κανείς να τονίσει τη μαλθακότητα ή και πολλές φορές την σκέτη ηλιθιότητα ενός ατόμου. Απαντάται στο αρσενικό γένος.

- Αυτός ο μαλαπέρδας ο Μάξιμος, χάλασε πάλι το τηλεκοντρόλ. Ας τον μαζέψει κάποιος πριν μου γκρεμίσει το σπίτι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπαρ με «κορίτσια», κοινώς κωλόμπαρο. Επειδή όταν θέλουν επαφή (για ποτά) με πελάτη, πλησιάζουν λέγοντας «πώς σε λένε;».

- Δεν βγαίνω με τον Θανάση. Αυτός μόνο σε πωσελενετζίδικα πάει. Και ξεφορτώνει κανονικά, με ανατρεπόμενο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως για τηλεφωνικές κλήσεις που είτε απορρίπτονται είτε μένουν χωρίς απάντηση. Γενικότερα μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε όταν κάποιος μας αγνοεί. Το γιατί έχει επιλεγεί η πρωτεύουσα της Αιγύπτου παραμένει άγνωστο.

Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται η Μαρία; Όποτε την παίρνω τηλέφωνο, με συνδέει με Κάιρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «ρε άει γαμήσου» και προφέρεται ως μία λέξη: ραγαμήshhh.

-Ραγαμής που θα πάω να σου πάρω και τσιγάρα! Μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά ο βλάκας, ο χαζός, ο μαλάκας. Ιδιαίτερα εύηχο.

- Πάλι άρχισες τις βλακείες ρε τιριτόμπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανάξιος εμπιστοσύνης και χωρίς βαρύτητα λόγου άνθρωπος.

-Ναι ρε εμπιστέψου με, δεν μιλάς με τον τσιπλάκη.
...
-Ό,τι να 'ναι, μου είπαν όταν ρώτησα οι τσιπλάκηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκας. Γενικά ο βλάκας/χαζός που κάνει μαλακίες. Ιδιαίτερα εύηχο.

Πού πα ρε ντελημπάσκο μέσα στη μέση του δρόμου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πωρωμένος με το body building (εξ' ου και bod-έος). Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά, για να χαρακτηρίσει κάποιον που η κρεατίνη και τα στεροειδή του έχουν καταστρέψει τον εγκέφαλο.

Εμφανίζεται και ως ουδέτερο: το μποντέο.

- Πόσα σηκώνεις πάγκο;
- 195 κιλά
- Έλα ρε μποντέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία παραγωγής μιας μπάλας φωτιάς δια της πρωκτικής οδού. Απαραίτητα υλικά: αναπτήρας, κλανιά (όσο πιο βρωμερή, τόσο καλύτερα αφού η λέξη κλειδί είναι: μεθάνιο).

Όταν οι άλλοι χτυπούσαν πέτρες για να ανάψουν φωτιά, εμείς κάναμε ήδη πυροκλάνι.

Μονάδα παραγωγής ενέργειας (από GATZMAN, 16/03/11)(από ironick, 23/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified