Με τη μορφή πιες ξίδι: Παρότρυνση - συμβουλή για όποιον έχει πάθει κρίση ξινίλας, αντιπαθούκλας και γενικότερα κακιοσύνης. Συνομοσιολογία παντού κατά του, το σύνδρομο της γρίλιας, αλλά ο υπό παροξυσμόν αγαπητός μας συνομιλητής δεν είναι για τίποτε παραπάνω παρά μόνο για ψαρέλαια.
Το ότι το ξίδι μπορεί να κατευνάσει τα πνεύματα για να επέλθει στανιάρισμα και να έρθει ο τάλας χριστιανός στα ίσα του ήταν κοινός τόπος από την αρχαιότητα. Το ξίδι με το όξινο ph του αλληλεπιδρά με τον αιματοκρίτη ως διάλυμα του οργανισμού με αποτέλεσμα να ρίχνει την πίεση και έτσι να αποσυμφορεί από το άγχος και την ψυχολογική πίεση έξωθεν που εσωτερικεύεται και καθιστά το άτομο ανυπόφορο και για τον εαυτό του αλλά και για τους άτυχους που θα τον συναναστραφούν σε αυτήν την κρίση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το λεμόνι ως υποκατάστατό του με τα ίδια αποτελέσματα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χριστός, όταν επάνω στον Σταυρό ζήτησε να πιει νερό, του έφεραν ξίδι, για να τον ανακουφίσουν από τον πόνο των καρφιών και το μαρτύριο της δύσπνοιας από την άβολη στάση, για να του πέσει η πίεση, να αισθάνεται λιγότερο και έτσι να υποφέρει λιγότερο στο ξεψύχισμά του. Αυτό συνέβη από μαθητή του ή από κάποιον που είχε ακούσει τις ομιλίες του - στην Ιουδαία ήταν πρώτο όνομα και οι Ρωμαίοι γνώριζαν ειδικά αυτοί που κυκλοφορούσαν και περιπολούσαν τακτικά από τα υπαίθρια μέρη που σύχναζε κι έβγαζε λόγους. Σύμφωνα με θεωρίες (εξωχριστιανικές πηγές και καταγραφές τις εποχής που δεν έγιναν Ευαγγέλια, αλλά και με σύγχρονες προσεγγίσεις τους) αυτό ήταν προσχεδιασμένο. Το ξίδι δόθηκε για να τον αναισθητοποιήσει. Εξαθλιωμένος καθώς ήταν με μια μικρή ποσότητα μπορούσε να λιποθυμήσει. Αργότερα, καθώς ήταν ο πρώτος που φαινόταν πως πέθανε πάνω στο σταυρό, όταν τον αποκαθήλωναν - σε μία εποχή που η διάκριση ανάμεσα στο κώμα και στη βαριά λιποθυμία με το θάνατο ήταν ανύπαρκτη κι όλοι λογίζονταν ως πεθαμένοι, τον έβαλαν κατευθείαν στον τάφο χωρίς να του σπάσουν τα πόδια όπως έκαναν στους εσταυρωμένους των τριών ημερών που αργοπέθαιναν και αποκαθηλώνονταν μισοζώντανοι για να τους ξεκάνουν μια και καλή. Κατόπιν μαθητές του - που ήταν πολλοί, 12 ήταν ο στενός του κύκλος, οι ακόλουθοί του παντού και υπήρχαν και γυναίκες μαθήτριες - τον έβγαλαν και τον άφησαν να συνέλθει, δηλαδή να "αναστηθεί" (ανίσταμαι = ξαναστέκομαι, συνέρχομαι, επανέρχομαι από περίοδο αδυναμίας), με το να ξανάρθει η πίεση στα φυσιολογικά της, βγάζοντάς τον έξω στον καθαρό αέρα.
Κάπως έτσι το ξίδι (οτιδήποτε όξινο) σε ρίχνει όταν ζορίζεσαι και ο κρύος αέρας έξω σε κάνει να δροσίζεσαι όταν με το κατεύνασμα το έχεις παρακάνει και να βρεις τις ισορροπίες σου.
1.- Άι στο διάολο, μωρέ... Αχάριστα γαϊδούρια! Όλα από μένα τα περιμένετε! Εγώ να σας πλένω, εγώ να σας μαγερεύω, να σφουγγαρίζω, να σκουπίζω... Πότε θα σας παρατήσω και θα φύγω... Να πιάσετε σκουλήκους...
- Αν επιάσανέ σε τα διαόλια σου πάλι και τρώγεσαι με τα ρούχα σου, πιες ξίδι!
2.- Και κείνη η πρόστυχη αν δεν κουνηθεί, θα σκάσει. Τί παριστάνεις μωρή; Και τα τούτα σου τα είδαμε και τα κείνα σου. Εντάξει, είσαι θεά, πώς μας μοστράρεσαι όμως έτσι, ρε παιδί μου; Άι σιχτίρ πια με το κάθε ξέκωλο...
- Να'σουν κι εσύ ξεπεταγμένη και με κότσια για τέτοια σείσματα και λυγίσματα. Όχι επειδή είσαι κομπλεξάρα να μειώνεις αυτές που μπορούν να είναι απευλεθερωμένες. Και ξέρεις κάτι; Χεστήκανε για τη γνώμη σου. Κι εγώ επίσης. Σε βαρέθηκα. Μουρμού και άμε πιες ξίδι να στρώσεις.
Υ.Γ.:Η γραφή "ξίδι" που χρησιμοποιείται εδώ αντί της πιο διαδεδομένης "ξύδι" είναι η ορθή ετυμολογικά από το "οξείδιον" ουδέτερο υποκοριστικό του επιθέτου οξύς - οξεία - οξύ, με αποβολή του αρχικού φωνήεντος και απλοποίηση της υποκοριστικής ελληνιστικών κοινών ελληνικών κατάληξη "-ιον" σε "-ι". Η παλαιότερη γραφή ήταν "ξείδι" και με απλούστεση "ξίδι". Η γραφή "ξύδι" παρεμβάλεται λόγω εσφαλμένης ορθογραφικής εντύπωσης με το "οξύς", όπου μπερδεύεται η κατάληξη με την ορθογραφία της ρίζας.