Ο τοίχος στο Facebook λέγεται και έτσι με ας πούμε λίγο πιο μάγκικη και / ή υποτιμητική διάθεση.
Σόρι κιόλας για τις οφτοπικιές στο ντουβάρι σου, αλλά το θέμα που έθεσες μου θύμισε ιστορίες που με πονάνε...
Ο τοίχος στο Facebook λέγεται και έτσι με ας πούμε λίγο πιο μάγκικη και / ή υποτιμητική διάθεση.
Σόρι κιόλας για τις οφτοπικιές στο ντουβάρι σου, αλλά το θέμα που έθεσες μου θύμισε ιστορίες που με πονάνε...
Got a better definition? Add it!
Στην έκφραση: κοιτώ/βλέπω ντουβάρι: είμαι σε αδιέξοδο, δε βρίσκω λύση.
- Πώω ρε μπλέξιμο!! Και τι θα κάνεις;
- Μακάρι νά 'ξερα. Παντού ντουβάρια βλέπω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άνθρωπος μειωμένης αντίληψης, που δεν καταλαβαίνει απο γράμματα και δεν είναι φίλος της γνώσης.
Μεγάλο ντουβάρι ο Βασιλείου! Τον ρώταγε ο καθηγητής για την άλωση της Κωνσταντινούπολης και αυτός έλεγε για την επανάσταση του 1821!
Got a better definition? Add it!
Published
Η λεσβία παλαιάς κοπής τύπου μπουτς ή νταλίκα η οποία αναπαράγει πατριαρχικά στοιχεία αρρενωπότητας, που συνδέονται με συναισθηματική αναισθησία έναντι της στερεοτυπικά θεωρούμενης θηλυκής ευαισθησίας, που μπορεί να έχει η φαμ σύντροφός της, ενώ και στην εμφάνιση έχει χαρακτηριστικά αρρενωπής μυώδους δύναμης και ακαμψίας. Ο όρος αντιπαρατίθεται με πιο σύγχρονες εξελίξεις, όπου οι λεσβίες δεν αναπαράγουν τα πατριαρχικά στερεότυπα, ούτε έχουν σαφείς και πάγιους ρόλους, αλλά πιο εναλλακτικούς, εναλλασσόμενους και με αμοιβαία ευαισθησία.
Σημειωτέον ότι ενώ οι όροι μπουτς και νταλίκα είναι γενικά συνώνυμοι, η νταλίκα δηλώνει μια πιο ελληνική παλαιακή κατάσταση, συνδεόμενη με πιο ακραία αναισθησία και αρρενωπότητα, ενώ η μπουτς, εισαγόμενος όρος από τον αγγλοσαξονικό κόσμο, μπορεί να συνδεθεί με συγκριτικά περισσότερο στυλ και ευαισθησία, ειδικά από τη δεκαετία του 1990. Επίσης, η μπουτς, αν και έχει στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά στην εμφάνιση, δύναται να τα επιτελέσει τον ρόλο της με στυλάτο τρόπο, ενίοτε ακόμη και με λίγες "θηλυκές" πινελιές, καθιστάμενη stylish butch, ενώ η νταλίκα όχι, οπότε η νταλίκα είναι που χαρακτηρίζεται συνήθως ως ντουβάρι.
Got a better definition? Add it!