Υποτιμητικά η βελόνα του παλιού πικάπ σε αντιδιαστολή με την ψηφιακή τελειότητα των CD. Παλιός όρος των DJ και των ραδιοφωνικών παραγωγών. Σπάνιος και ουσιαστικά μη χρησιμοποιούμενος πια.

Άντε να ξεκουμπιστεί ο προηγούμενος DJ με τις παλιατζαρίες του και τις πρόκες του ν' ακούσουμε καμιά μοντερνιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος.

Βλ. σχετικά το πολύ καλό λήμμα περτσινώνω (= γαμάω), το οποίο εγώ ξέρω ως πριτσινώνω (πριτσίνωμα = γαμήσι).

Συνηθίζεται όταν αναφερόμαστε σε μέρος που είναι γεμάτο άντρες και δεν υπάρχουν καθόλου γυναίκες (ή ελάχιστες) να λέμε ότι είναι γεμάτο πρόκες.

- Α ρε μαλάκα, τι το ήθελα και σ' άφησα να διαλέξεις εσύ καφετέρια...
- Γιατί ρε φίλε, μια χαρά είναι το μαγαζί, τι σε χαλάει;
- Είχαμε πει θα βγαίναμε για να μπανίσουμε κανένα μουνί, θυμάσαι; Εδώ το μέρος είναι τίγκα στις πρόκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, προκαταβόλα. Αρνητικής απόχρωσης συντόμευση της λέξης προκαταβολή.

- Το πήρες τελικά το εργαλείο;
- Όχι ακόμα, μια πρόκα έχωσα και θα πάω τον άλλο μήνα να το ξοφλήσω.
- Ρε μαλάκα, δεν έχεις μυαλό εσύ, κάθε φορά την ίδια μαλακία κάνεις και τελικά χάνεις τα λεφτά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καθίζω (μ)πρόκα» είναι ένας ακόμα, ίσως ο πλέον κλασικός, τρόπος να πεις « αφήνω ή την κάνω πιστόλα» ή πιστολιάζω, ή αφήνω τόγκα ή και αφήνω τάπα. Δηλαδή δεν πληρώνω (χρέη μου) και ψεκάζομαι με άζαξ...
Υπερθετικός: ταβανόμπροκα.

- Ο Λάκης ρε μαλάκα; Θεοκούζουλος... στα νιάτα του έκανε χοντρές μαλακίες....
- Δηλαδή;
- Άμα έβγαινε και δεν ήταν να γαμήσει, πήγαινε στα κλαμπ και έλεγε στους πορτιέρηδες «με θυμάσαι, είμαι αυτός που προχθές άφησα πρόκα στο μαγαζί;» έτσι στο άσχετο, χωρίς να έχει αφήσει... μόνο και μόνο για να καταλήξει να δέρνεται...
- Τόσο psycho....
- Τόσο.

[το παράδειγμα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified