«Καθίζω (μ)πρόκα» είναι ένας ακόμα, ίσως ο πλέον κλασικός, τρόπος να πεις « αφήνω ή την κάνω πιστόλα» ή πιστολιάζω, ή αφήνω τόγκα ή και αφήνω τάπα. Δηλαδή δεν πληρώνω (χρέη μου) και ψεκάζομαι με άζαξ...
Υπερθετικός: ταβανόμπροκα.
- Ο Λάκης ρε μαλάκα; Θεοκούζουλος... στα νιάτα του έκανε χοντρές μαλακίες....
- Δηλαδή;
- Άμα έβγαινε και δεν ήταν να γαμήσει, πήγαινε στα κλαμπ και έλεγε στους πορτιέρηδες «με θυμάσαι, είμαι αυτός που προχθές άφησα πρόκα στο μαγαζί;» έτσι στο άσχετο, χωρίς να έχει αφήσει... μόνο και μόνο για να καταλήξει να δέρνεται...
- Τόσο psycho....
- Τόσο.
[το παράδειγμα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα]